Με μία μεγάλη συνέντευξη στο Νοvasports, ο Κριστόφ Βαζέχα αναφέρθηκε στο
σύνολο της καριέρας του και είπε πράγματα που ακούσαμε για πρώτη φορά.
Οπως το ότι το χειμώνα της σεζόν 2001-2002 ήταν έτοιμος να μετακομίσει
στον ΟΦΗ.
Για την ταινία που πρωταγωνίστησε σε ηλικία 14 ετών κι ενώ αγωνιζόταν στην Ρουχ Χορζόφ.
«Μεγάλη εμπειρία και για μένα. Υπήρχε ένας ήρωας στην πόλη ονόματι Τσέσλικ κι εκείνη την εποχή είχε παίξει ένα παιχνίδι η Πολωνία με την Ρωσία στο Χορζόφ. Κέρδισε η Πολωνία με 2-1 κι αυτός έβαλε και τα δύο γκολ και έγινε ήρωας όχι μόνο για εκείνη τη μέρα, αλλά για εκείνη την εποχή. Μετά προσπάθησαν να κάνουν ένα έργο γι' αυτόν τον ποδοσφαιριστή κι εγώ έπαιξα για λίγα λεπτά σε αυτό το έργο τα παιδικά του χρόνια.»
Για το πώς ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο.
«Σίγουρα οι συνθήκες ήταν πάρα πολύ δύσκολες, απλώς εμείς τα παιδιά στη γειτονιά που έζησα, αγαπήσαμε το ποδόσφαιρο πολύ νωρίς. Δηλαδή αμέσως μετά το σχολείο αφήναμε τα πράγματα σε μία γωνία και προσπαθούσαμε τον υπόλοιπο χρόνο της μέρας που είχαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο και για να λέμε την αλήθεια δεν δώσαμε πολύ προσοχή στα μαθήματα. Πολλές φορές μετά το σχολείο παίζαμε κάποια διπλά στη γειτονιά, όταν ένας φίλος μου ξεκίνησε προπονήσεις στις υποδομές της Ρουχ Χορζόφ. Έβλεπε ότι κι εγώ δεν ήμουν τόσο άσχετος με τη μπάλα (γέλια) και μου είπε γιατί δεν έρχεσαι εκεί να σε δει ο προπονητής μήπως γίνει κάτι. Και πραγματικά πήγα εκεί, έκανα μάλλον σωστή επιλογή με κράτησε ο προπονητής και από εκεί και πέρα ξεκίνησα από δέκα χρονών και έμεινα στην Ρουχ Χορζόφ μέχρι τα 25, μέχρι το 1989 που ήρθα στον Παναθηναϊκό.»
Για τη μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό από τηνΡουχ Χορζόφ και για το αν ήταν η μοναδική πρόταση που είχε.
«Ξεκίνησα στην ομάδα 18 χρονών το πρώτο παιχνίδι μου, έπαιξε μέχρι 25 όπως είπαμε, αλλά πρέπει να πω μια ιστορία που στεναχωρήθηκα πάρα πολύ διότι πρώτη φορά η ομάδα όταν έπαιξα εγώ έπεσε στην Β Εθνική. Μετά δεν μπορούσε η ομάδα να κάνει μεταγραφές λόγω μιας τιμωρίας από την Ομοσπονδία. Ανεβήκαμε τον επόμενο χρόνο στην Α Εθνική, παίρνουμε το πρωτάθλημα, εγώ βγαίνω πρώτος σκόρερ και μετά έρχεται η πρόταση από τον Παναθηναϊκό.
Εκείνη την εποχή έρχονταν πάρα πολλοί μάνατζερ από τη Γερμανία γιατί ξέρετε η Πολωνία με τη Γερμανία είναι δίπλα-δίπλα, αλλά δεν υπήρχε κάτι σοβαρό. Δηλαδή λέγανε ότι υπάρχει πρόταση από κάποια Γερμανική ομάδα, αλλά χωρίς ουσία, χωρίς λεπτομέρεια. Ο Παναθηναϊκός ήρθε με έτοιμη πρόταση, τότε θυμάμαι με τον κύριο Πέιτς και με τον κύριο Τάσο Πρίντση. Ήρθαν, μίλησαν με την διοίκηση, μετά η διοίκηση ήρθε στην Αθήνα κι έτσι να πούμε με το καλό ότι συμφωνήσανε και ξεκίνησα την καριέρα μου στην Ελλάδα.
Για το τι σκέφτηκε όταν έμαθε ότι υπήρχε πρόταση από Ελληνική ομάδα και για το αν συμβουλεύτηκε κάποιον.
«Βεβαίως, συμβουλεύτηκα και τον Κράσιμιρ Γκόρσκι ο οποίος είχε πει και καλά λόγια για μένα. Έμαθα ότι ο κύριος Γιώργος Βαρδινογιάννης ρώτησε τον ΚράσιμιρΓκόρσκι τι ποδοσφαιριστής είναι ο Βαζέχα. Εγώ ρώτησα τον κύριο Στρέιλαου, τον κύριο Γκμοχ, τον κύριο Γκόρσκιγιατί αυτοί είχαν εμπειρία από την Ελλάδα. Όλοι μου είπαν τα καλύτερα λόγια γενικά για την Ελλάδα αλλά και για τον Παναθηναϊκό.
Για την γρήγορη απόφαση του να αφήσει την πατρίδα του για τον Παναθηναϊκό μέσα σε μία μέρα.
«Σίγουρα αυτές οι αποφάσεις δεν είναι εύκολες για μία οικογένεια. Εμείς τότε είχαμε τον Αρκάδιο δύο χρονών, αλλά θυμάμαι πως ήταν εκείνη η μέρα. Εκείνη την εποχή σταματάει το πρωτάθλημα στην Πολωνία, δηλαδή έχει διακοπή από τέλη Νοεμβρίου μέχρι τέλη Φεβρουαρίου, αρχές Μαρτίου. Έκανα εγώ μια βόλτα με τον Αρκάδιο το μεσημέρι, έρχεται η γυναίκα μου από το σπίτι και μου λέει σε παίρνουν τηλέφωνο από την ομάδα. Εγώ σκέφτηκα τι με παίρνουν αφού έχουμε ρεπό, τι με θέλουν.
Δε μου πήγε στο μυαλό ότι υπήρχε πρόταση από τον Παναθηναϊκό. Μου είπαν ότι υπάρχει αυτή η πρόταση και ότι έπρεπε να αποφασίσουμε σε μία μέρα. Ε και λέω πάμε να το προχωρήσουμε. Κι έτσι έγιναν όλα πολύ γρήγορα, δεν είχα και πολύ χρόνο για να σκεφτώ γιατί κι εδώ ο κύριος Γιώργος Βαρδινογιάννης ήθελε όσο πιο γρήγορα να βρει κάποιον φορ γιατί εκείνη την εποχή ο Δημήτρης Σαραβάκος είχε πρόβλημα και δεν μπορούσε να παίξει και ο πρόεδρος έψαχνε να βρει κάποιον ποδοσφαιριστή που να καλύπτει αυτή τη θέση.»
Για την απίστευτη ιστορία με τη γυναίκα του.
«Απίστευτο, απίστευτο αλλά πραγματικά έτσι είναι. Γεννηθήκαμε ίδια μέρα, στο ίδιο μαιευτήριο, πήγαμε και στο ίδιο σχολείο. Χωρίσαμε για λίγο μετά από τέσσερα χρόνια, πήγαμε σε άλλο σχολείο στο Χορζόφ και εκεί για κάποιο διάστημα χωρίσαμε. Μέναμε στον ίδιο δρόμο όμως και κάποια στιγμή υπήρχε ένας χορός, δε θυμάμαι από πού, και πήγαμε μαζί. Κι έτσι σιγά-σιγά ξεκίνησε η κατάσταση, έτσι είναι όταν βρίσκεσαι σε καλό δρόμο (γέλια). Πρέπει να πω ότι μου βγήκε σε καλό.»
Για το πρώτο παιχνίδι κόντρα στην ΑΕΚ φορώντας το «7» στην πλάτη, αλλά και για την γρήγορη μετάβαση στο «9».
«Εντάξει το πρώτο παιχνίδι με την ΑΕΚ δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν και τόσο καλό, θυμάμαι ότι έχασα και μία φοβερή ευκαιρία για να κερδίσουμε το ματς 1-0 αλλά δεν στεναχωρήθηκα γι' αυτό, γιατί ήξερα ότι, από τη στιγμή που θα κάνω σουτ στην προπόνηση με την ομάδα, θα γίνω καλύτερος. Δηλαδή δεν το είδα σαν εμπόδιο, δεν σκέφτηκαότι δεν κάνω γι' αυτή την ομάδα.
Όπως είπαμε εκείνη την εποχή ο Δημήτρης Σαραβάκος είχε πρόβλημα και δεν μπορούσε να παίξει, οπότε ξεκίνησα να παίζω με το 7. Μετά μου είπαν ότι εδώ ο φορ παίζει με το 9 και μόλις γύρισε ο Δημήτρης πήρε το 7 κι εγώ το 9 και από τότε σχεδόν συνέχεια έπαιζα με το 9.»
Για τη συνεργασία του με τον Δημήτρη Σαραβάκο.
«Εντάξει αυτό είναι χημεία, δεν μπορείς να αποδώσεις κάπου αυτή τη συνεργασία. Σίγουρα και οι πολλές προπονήσεις που κάναμε μαζί, πολλές ασκήσεις που κάναμε ιδιαίτερα στα τελειώματα, σκοράραμε. Πιστεύω ότι ο Δημήτρης αν δούμε κάποια γκολ που έκανα μου έδινε πάρα πολλές πάσες, δηλαδή είχαμε φοβερή συνεργασία μέσα στο γήπεδο. Εκτός γηπέδου η αλήθεια είναι ότι δεν ήμασταν και τόσο κολλητοί φίλοι. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το εξηγήσω για ποιο λόγο, αλλά στο γήπεδο βρισκόμασταν με κλειστά μάτια.»
Για τον πρώτο καιρό στον Παναθηναϊκό και την Ελλάδα, τι του έκανε εντύπωση.
«Εγώ πάντα ήμουν δυνατός σαν χαρακτήρας. Πίστευα ότι είμαι καλός κι ότι μπορώ να προσφέρω και αυτό με βοήθησε. Όπως με βοήθησε ότι από τα πρώτα παιχνίδια έκανα γκολ. Ξέρεις όταν ένας καινούριος επιθετικός έρχεται σε μία ομάδα και στα πρώτα παιχνίδια βοηθάει την ομάδα, σκοράρει μία-δύο -τρεις φορές, οι υπόλοιποι συμπαίκτες βλέπουν ότι αυτός μπορεί να μας βοηθήσει κι έτσι μπαίνεις πιο εύκολα στο κλίμα της ομάδας.
Μεγάλη εντύπωση μου έκανε ο φανατισμός στα γήπεδα. Πολύς κόσμος και πολλή ένταση. Δεν μπορώ να πω ότι από τις πρώτες μέρες γνώρισα την αγάπη του κόσμου γιατί τις πρώτες μέρες πάντα είναι δύσκολο. Κατ' αρχήν δεν καταλάβαινα τι λένε στο δρόμο όταν πήγαινα για ψώνια, για βόλτα. Αλλά σιγά-σιγά μετά έμαθα και ήταν κάτι καλό.
Στην Πολωνία με τον κομμουνισμό δεν είχαμε φανατισμό. Υπήρχαν οπαδοί και των δύο ομάδων χωρίς να υπάρχει θύρα κενή χωρίς κόσμο και δεν κουνιόταν κανείς. Αν κουνιόταν θα ήταν και το τελευταίο παιχνίδι που έβλεπε.Μου έκανε εντύπωση και μένα η γρήγορη προσαρμογή μου στον Παναθηναϊκό γιατί σχεδόν έναν μήνα ήμουν χωρίς προπόνηση.
Για το πρώτο πρωτάθλημα που κατέκτησε την πρώτη χρονιά που ήρθε στον Παναθηναϊκό.
Εγώ χάρηκα πάρα πολύ και χάρηκα διπλάσια. Γιατί όταν πήρα την απόφαση να πάω στην Ελλάδα και τον Παναθηναϊκό , στην Πολωνία λέγανε, που πάει; Τότε η Εθνική Πολωνίας ήταν πιο ψηλά από την Εθνική Ελλάδος, και λέγανε όλοι φεύγει από δω που παίζει στην Εθνική Πολωνίας και πάει σε μια χώρα που είναι πιο κάτω επίπεδο από μας. Εγώ όμως έκλεισα τα αυτιά, δεν ασχολήθηκα καθόλου με αυτό και τη στιγμή που πήραμε το πρωτάθλημα χάρηκα διπλάσια γιατί μέσα μου έλεγα ότι ήταν καλή επιλογή ο Παναθηναϊκός, γιατί είναι πολύ γνωστός σύλλογος στην Ευρώπη και μου έδωσε τη δυνατότητα να παίξω στο Champions League. Με την ομάδα μου στην Πολωνία πήγαμε μία φορά, παίξαμε δύο παιχνίδια και βγήκαμε αμέσως έξω.
Για την σεζόν 1990-91, την πρώτη ολοκληρωμένη στην Ελλάδα. Μιλά και για τον Γιόζεφ Βάντσικ.
«Εγώ πιστεύω ότι είχαμε πάρα πολύ κλίμα και πολύ καλούς ποδοσφαιριστές, δουλευταράδες. Μου άρεσε πάρα πολύ ότι ο Παναθηναϊκός είχε τον εγωισμό. Έβλεπα ότι τα παιδιά σε κάθε παιχνίδι θέλουν να κερδίσουν, ότι υπάρχει το πάθος. Το πάθος μπορώ να πω ότι είναι χαρακτηριστικό του Έλληνα ποδοσφαιριστή από όλα αυτά τα χρόνια που ζω στην Ελλάδα. Και είναι θετικό ότι σε βοηθάει να πάρεις τα αποτελέσματα που θέλεις.
Ασφαλώς με βοήθησε ότι στην ομάδα ήρθε κι ο Βάντσικ. Με τον Γιόζεφ ήμασταν σευνέχεια και στο ίδιο δωμάτιο, ήμασταν μαζί τόσα χρόνια, νομίζω εννιά. Τον ήξερα και από την Εθνική Πολωνίας και ήξερα ότι είναι ένας πάρα πολύ καλός τερματοφύλακας. Μόλις πλησίασε το καλοκαίρι, ο πρόεδρος κύριος Γιώργος Βαρδινογιάννης με ρώτησε αν υπάρχει κάποιος καλός τερματοφύλακας στην Πολωνία. Τότε ο Σραγκάνης επρόκειτο να τελειώσει την καριέρα του και ο πρόεδρος ήθελε κάποιον πιο νέο τερματοφύλακα και είπα για τον Γιόζεφ. Και πιστεύω ότι κάναμε πολύ καλή επιλογή.
Πάντως εκείνος πάντα είχε παράπονο από μένα. Μόλις ήρθε στην Ελλάδα μου είπε για τα δυο-τρία γκολ που του είχα βάλει, αλλά μετά ευτυχώς ήμασταν στην ίδια ομάδα και ήταν πιο ήρεμος.»
Για τον τραυματισμό στους κοιλιακούς.
«Θυμάμαι τότε πήγαμε με τον κύριο Δανιήλ προπονητή στη Γερμανία να κάνουμε πολύ δυνατή προετοιμασία κι από εκεί είχα κάποιες ενοχλήσεις στους κοιλιακούς και δεν ξέραμε πώς να το ξεπεράσω. Πήγαμε μετά στην Αγγλία και παίξαμε ένα πολύ δυνατό τουρνουά με Γουέστ Χαμ, Σαμπντόρια και Άρσεναλ, έπαιξα δύο συνεχόμενα παιχνίδια και την άλλη μέρα είχα φοβερούς πόνους, δεν μπορούσα να περπατήσω σχεδόν.
Γυρίσαμε από αυτή την προετοιμασία, ξεκίνησα εγώ θεραπείες, μετά από δύο εβδομάδες ξεκίνησα προπόνηση και είχα πάλι το ίδιο. Έμεινα έξω ένα μήνα, ξεκίνησα προπόνηση, πάλι το ίδιο. Μιας και μου δίνεται η ευκαιρία πάλι, θέλω να ευχαριστήσω τον γιατρό, τον Αργύρη Μήτσου, γιατί ήταν πάρα πολύ δύσκολη για εκείνη την εποχή η εγχείρηση και θυμάμαι ότι μου έλεγε ότι θα παίζω μέχρι τα σαράντα. Από μέσα μου είπα, τί μου λέει τώρα ο άνθρωπος μέχρι τα σαράντα, εδώ τώρα είμαστε 26-27. Τόσα χρόνια μετά ακόμα όποτε τον βλέπω του λέω, είχες δίκιο γιατί μέχρι τα σαράντα έπαιξα ουσιαστικά.
Ήταν δύσκολο ψυχολογικά γιατί ήταν στην αρχή που ακόμα δεν ήμουν τόσο άνετος και στη γλώσσα. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί τι πόνος υπάρχει μετά από αυτή την εγχείρηση. Δεν ήξερα τι να κάνω εκείνες τις μέρες που γύριζα από το νοσοκομείο στο σπίτι, ήθελα να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια μπορώ να πω ότι εκείνη η εμπειρία ήταν μια δοκιμασία. Μου έλεγε ο γιατρός ότι θα μείνω έξω έξι μήνες. Εγώ όμως με την προσπάθεια, με την θεραπεία, με την προπόνηση γύρισα μετά από τέσσερις μήνες. Ακόμα κι αυτό το θεωρούσα κέρδος, το ότι κέρδισα δύο μήνες.
Κι εκείνη την εποχή πρέπει να πω ότι ήρθε ο Γιώργος Βαρδινογιάννης και μου λέει θα κάνουμε ανανέωση το συμβόλαιο για άλλα δύο ή τρία χρόνια, χωρίς να γνωρίζουμε ακόμα πότε και πως θα επιστρέψω. Και το κάναμε. Ήταν κάτι πολύ σημαντικό για μένα γιατί δεν ήξερα αν αύριο θα μπορούσα να συνεχίζω να παίζω.»
Για τον Γιώργο Βαρδινογιάννη.
«Ότι και να πω θα είναι λίγο. Εκείνη την εποχή είδαμε ότι πραγματικά αυτός δεν ήταν ένας τυπικός πρόεδρος, ήταν πάντα κοντά μας. Θυμάμαι ότι πάντα μας έλεγε, όποιος από μας έχει κάποιο πρόβλημα, ακόμα κι αν ήταν 12 το βράδυ ή 3 το πρωί, να τον πάρουμε τηλέφωνο μήπως μπορούσε να μας βοηθήσει. Έβλεπες ότι δεν τον ένοιαζε να είναι μόνο ο πρόεδρος του Παναθηναϊκού και ότι δεν τον ενδιέφερε τίποτε άλλο. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις στήριξη από έναν άνθρωπο που έχει πολύ μεγάλες δυνατότητες να σε βοηθήσει και εκτός από το ποδόσφαιρο.»
Για το πρώτο Champions League που έφτασαν στους «8» τη σεζόν 1991-92.
«Για μένα ήταν φοβερή εμπειρία και έβλεπα πραγματικά ότι σε αυτά τα παιχνίδια, κάτι που εμένα δε μου αρέσει. Κάποια παιδιά έπαιζαν καλύτερα, δηλαδή δίνανε το κάτι παραπάνω. Έβλεπα ότι πολλοί ετοιμάζονταν για να εμφανιστούν πιο έτοιμοι σε αυτά τα παιχνίδια. Αν θυμάμαι καλά, εμείς τότε δεν είχαμε και πολύ δυνατό ρόστερ. Και για μια ομάδα που έχει πρωτάθλημα, κύπελλο και Ευρώπη και δεν έχει πολύ δυνατό ρόστερ, δεν είναι τόσο εύκολο κάθε τρεις μέρες να κάνει τα καλύτερα παιχνίδια.
Πιστεύω ότι ίσως γι' αυτό που είπα πριν πήγαμε καλύτερα στην Ευρώπη. Γιατί κάθε ένας από μας έλεγε πωπω τώρα θα μας βλέπουν κι έξω, ας δώσω λίγο κάτι παραπάνω. Επίσης κόντρα σε άλλες ομάδες πιο δυνατές εσύ πάντα θέλεις να δώσεις το κάτι παραπάνω. Και λέω μήπως αυτός ήταν ο λόγος που πήγαμε καλύτερα στην Ευρώπη και δεν προσέξαμε και τόσο πολύ το πρωτάθλημα.»
Για τον τελικό του κυπέλλου το 1993 κόντρα στον Ολυμπιακό, για το πώς προετοιμάστηκε πριν το ματς και το τι ακολούθησε τη μεγάλη νίκη.
«Μπορώ να πω ότι αυτό ήταν από τα καλύτερα μου παιχνίδια. Είμαι σίγουρος ότι και το δεύτερο γκολ που σκοράρω είναι κανονικό και γι' αυτό υπήρχε μια διαμαρτυρία στον βοηθό. Πρέπει να πω ότι η ατμόσφαιρα ήταν καταπληκτική, γι' αυτά τα παιχνίδια ζούμε όλοι εμείς οι ποδοσφαιριστές. Τη στιγμή που σε έναν τέτοιο τελικό βάζεις γκολ, εντάξει, τι άλλο θες; Είσαι στον έβδομο ουρανό.
Πριν από ένα τέτοιο παιχνίδι κάθε ένας από μας έχει τον δικό του τρόπο για να προετοιμαστεί όσο μπορεί καλύτερα. Κάποιος μπορεί να θέλει ηρεμία, κάποιος άλλος μπορεί να θέλει να κάνει λίγο πλάκα για να ξεφύγει από το άγχος, να μη δείξει ότι αγχώνεται. Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι που κάθε ένας από μας ετοιμάζεται γι αυτό το ματς. Εντάξει μετά μόλις κερδίσεις, δεν το συζητάμε, χαμός στα αποδυτήρια, είναι κάτι που είναι δύσκολο να το περιγράψεις.
Μόλις βγαίνεις λίγο έξω από το σπίτι και ειδικά πριν από τέτοια παιχνίδια ο κόσμος πάντα σε ρωτάει «πως θα πάμε αύριο, να κερδίσουμε, θέλουμε να κερδίσουμε, κάντε τα πάντα για να κερδίσουμε, είναι ντέρμπι, είναι πολύ σημαντικό για μας, ο αντίπαλος είναι δυνατός αλλά κι εμείς είμαστε καλή ομάδα». Υπήρχαν πάντα συζητήσεις πριν από αυτά τα ντέρμπι στο δρόμο που σου δίνουν ένα λόγο ώστε να δώσεις το κάτι παραπάνω και για τον κόσμο.
Εγώ στην αρχή ότι μόλις με πλησίαζε κόσμος, ντρεπόμουνα, δεν ήξερα τι να απαντήσω, είχα λίγο άγχος με αυτό. Αλλά μετά που πέρασαν τα χρόνια έβλεπα ότι είναι νορμάλ αυτό και εμένα τουλάχιστον μου έδινε την ώθηση να ετοιμαστώ για αυτό το παιχνίδι, κάτι με έσπρωχνε μέσα μου να ετοιμαστώ όσο το δυνατόν καλύτερα για να μη στεναχωρώ αυτούς που μου ζητάνε να κερδίσει η ομάδα.»
Για το τι σημαίνει το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό.
«Κατ' αρχήν να σου πω ότι εγώ δεν ξεχωρίζω τα παιχνίδια. Ποτέ δεν ξεχώρισα. Προσπάθησα για κάθε παιχνίδι να ετοιμαστώ όσο μπορούσα καλύτερα. Απλώς αυτά τα παιχνίδια είναι κάτι διαφορετικό. Η πίεση του κόσμου, οι εφημερίδες, η τηλεόραση, που μόλις τελειώνει η Κυριακή και ακολουθεί την επόμενη Κυριακή το ντέρμπι, από τη Δευτέρα δεν ασχολούνται με τίποτα παρά μόνο με το παιχνίδι.
Για να πω την αλήθεια είναι μια ατμόσφαιρα που μου άρεσε, αλλά μερικές φορές ήταν πολύ φανατισμένη. Δηλαδή ο φανατισμός που είδαμε κάποιες φορές στα γήπεδα, το πρώτο ντέρμπι που έπαιξα στο Καραϊσκάκη, που οι φίλαθλοι δεν ήταν τόσο ήρεμοι και το παιχνίδι ουσιαστικά διήρκεσε δυόμιση ώρες αν δεν κάνω λάθος με τις διακοπές κι όλα αυτά που συνέβησαν. Αλλά εμένα όπως είπα και πριν μου άρεσε αυτή η ατμόσφαιρα και μου άρεσαν αυτά τα ντέρμπι που είχαν μεγάλο ενδιαφέρον.»
Για το αν φοβήθηκε ποτέ σε γήπεδο.
«Δεν μπορώ να πω ότι φοβήθηκα, απλά υπήρχαν κάποιες επικίνδυνες καταστάσεις όπως όταν έπεφταν πέτρες στο γήπεδο. Ουσιαστικά πέρασαν τόσα χρόνια και δε βλέπουμε κάτι καλύτερο.»
Για την ΑΕΚ του 1993-94 την οποία κέρδισαν στον ιστορικό τελικό κυπέλλου του 1994.
«Αν δεις την εντεκάδα της ΑΕΚ, ήταν πάρα πολύ καλή και πολύ δυνατή με φοβερούς ποδοσφαιριστές. Και πάρα πολύ καλό προπονητή. Εμείς παλέψαμε, παλέψαμε, αλλά εκείνη την εποχή πιστεύω ότι η ΑΕΚ έπαιζε καλό ποδόσφαιρο και δεν το κρύβω, πήρε δίκαια τα πρωταθλήματα.»
Για τον Ίβιτσα Όσιμ.
«Ήταν ένας προπονητής που δε θέλω να πω ότι σε φόβιζε, αλλά σου έβγαζε σεβασμό. Εγώ πιστεύω ότι από την πρώτη μέρα ήταν σοβαρός και κατά τη γνώμη μου ήταν και δίκαιος. Του άρεσε η πολλή δουλειά και η σκληρή προπόνηση και διάλεγε πάντα για την εντεκάδα τους ποδοσφαιριστές που ήταν και στην προπόνηση καλοί. Δεν κοίταγε ποτέ τα ονόματα και ότι αυτός είναι ο Βαζέχα ή κάποιος άλλος. Νομίζω τότε δεν έπαιξε κι ο Σαραβάκος πολλά παιχνίδια με τον Όσιμ, όπως και ο Αποστολάκης.
Αλλά είχε και μερικά λάθη. Μερικές φορές αργούσε στην προπόνηση κι εμείς τον περιμέναμε για παράδειγμα, είχε δηλαδή κι αυτός κάποια ελαττώματα. Και κάπως έτσι ο προπονητής μπορεί να χάσει το σεβασμό του. Δηλαδή μπορεί να βγαίναμε εμείς για προπόνηση, να παίζαμε μισή ώρα, σαράντα λεπτά κορόιδο και μετά να έβγαινε εκείνος για να ξεκινήσει την προπόνηση. Υπήρχαν κάποια που δεν μου άρεσαν. Ο Όσιμ δεν είχε τόσο καλή επαφή με τους ποδοσφαιριστές, Δεν θέλω να πω ότι είχαμε φόβο αλλά ήταν λίγο απόμακρος.»
Για την σεζόν 1994-95 και την επιστροφή στην κατάκτηση του πρωταθλήματος επί Ρότσα.
«Όταν ανέλαβε ο Ρότσα, ήξερε τη φιλοσοφία της ομάδας, άλλαξε λίγο τον τρόπο της προπόνησης και ήρθε πιο κοντά στους παίκτες δημιουργώντας μια καλή σχέση. Μας μίλαγε συνέχεια και εμείς σιγά-σιγά βλέπαμε ότι μόνο με αυτόν τον τρόπο, να είμαστε αγαπημένοι μεταξύ μας, μπορούμε να κάνουμε κάτι. Είχαμε καλή ομάδα, είχαμε καλό ρόστερκαι μετά αυτό που λέγαμε εμείς συνέχεια, είναι ότι φτάσαμε σε ένα σημείο να πηγαίνουμε για προπόνηση στην Παιανία και να φτάνουμε δύο-δυόμιση ώρες πριν ώστε να παίξουμε τάβλι, να κάνουμε λίγο πλάκα, να πιούμε καφέ.
Μετά την προπόνηση το ίδιο. Νιώθαμε πραγματικά σαν μια οικογένεια και πιστεύω αυτό ήταν πολύ σημαντικό που φτάσαμε εκείνη τη χρονιά τόσο ψηλά. Ήρθε ο Ρότσα, άλλαξε λίγο την ψυχολογία, έδωσε ελευθερία στην κίνηση στον αγωνιστικό χώρο, με τον Όσιμ ήμασταν λίγο πιο αγχωμένοι. Με τον Ρότσα πιστεύω πως εκείνη την εποχή παίξαμε πολύ καλό ποδόσφαιρο και γι' αυτό είχαμε και πολύ καλά αποτελέσματα.»
Για τον τελικό του κυπέλλου του 1995 με την ΑΕΚ.
«Μερικές φορές με ρωτάει ο κόσμος αν ήταν πέναλτι. Το ματς πλησίαζε στο τέλος. Μετράει εδώ και η εξυπνάδα του ποδοσφαιριστή. Εγώ πιστεύω ότι με τραβάει ο Βλάχος σε εκείνη τη φάση. Εκείνη τη στιγμή δεν τα σκέφτεσαι αυτά. Όμως κι αυτά μετράνε. Λέω λίγο με τραβάει, είναι δευτερόλεπτα, εγώ λέω λίγο παραπάνω. Έδωσε πέναλτι στον αντίπαλο. Λέω τώρα άμα με τραβήξει σε αυτή τη φάση θα πέσω, ήταν πολύ δύσκολο να κάνω γκολ εκεί και τη στιγμή που νιώθω το χέρι στο δικό μου σώμα λέω πέφτω δεν έχω τίποτα να χάσω, κατάλαβες; Ήταν πέναλτι που δίνεται και δε δίνεται.
Μετά είχαμε τα επεισόδια και ήταν δύσκολες στιγμές για το διαιτητή . Εγώ στη θέση της διοίκησης της ΑΕΚ θα σκεφτόμουνα ότι θα μπορούσε η ΑΕΚ να ήταν μπροστά με 1-0 και θα μπορούσε να είχε πάρει μέχρι εκείνο το σημείο το ματς άμα είχε σκοράρει ο Δημήτρης. Δηλαδή εμείς πάντα βλέπουμε ότι φταίει ο διαιτητής ότι φταίει κάτι άλλο και δεν κοιτάμε τη δική μας ομάδα ότι φταίμε κι εμείς.»
Για το καλοκαίρι του 1995 όταν ο Βαρδινογιάννης αποφάσισε να μην κάνει μεταγραφές.
«Εγώ χτίζω έλεγε ο Βαρδινογιάννης, δεν αγοράζω και δικαιώθηκε. Ψυχολογικά πιστεύω ότι είναι θετικό για αυτούς που μένουν στην ομάδα. Διότι είπαμε ότι από εδώ και πέρα εμείς είμαστε, γνωριζόμαστε καλύτερα και προχωράμε. Μου δίνει άλλη μία φορά ο προπονητής την ευκαιρία να αποδείξω ότι καλά έκανε τόσο ο πρόεδρος όσο κι ο προπονητής που δε ήθελαν μεταγραφές. Πιστεύω ότι είναι καλό για τους ποδοσφαιριστές.»
Για το έπος στο Champions League την περίοδο 1995-96 και την πορεία μέχρι τα ημιτελικά του θεσμού.
«Από τη στιγμή που περάσαμε από τον όμιλο και είχαμε καλή κλήρωση πιστέψαμε σε κάτι καλό. Κληρωθήκαμε με την Λέγκια Βαρσοβίας και αντιμετωπίσαμε δυσκολίες μόνο στο πρώτο παιχνίδι. Παίξαμε σε συνθήκες πολύ δύσκολες στη Βαρσοβία, με πολύ χιόνι το γήπεδο, ουσιαστικά δε θα έπρεπε να παίζεται ποδόσφαιρο σε τέτοια γήπεδα. Πήραμε το αποτέλεσμα, περάσαμε στους τέσσερις και μετά είχαμε τον Άγιαξ.
Αλλά θέλω να πω ότι το κλίμα πριν τα παιχνίδια, θυμάμαι ήταν πολύ χαλαρό. Ακούγεται περίεργο πως πριν από τόσο σημαντικά παιχνίδια το κλίμα ήταν χαλαρό. Είχαμε και τον Μπορέλι που του άρεσε πάντα να κάνει πλάκα πριν από αυτά τα παιχνίδια. Θυμάμαι που έλεγε "παιδιάfriendly game, φιλικό παιχνίδι πάμε να παίξουμε" (γέλια). Έτσι για πλάκα, γιατί μερικές φορές πριν από τα παιχνίδια κάποιοι παίκτες ήταν σφιγμένοι, είχαν άγχος, οπότε οΜπορέλι έλεγε "παιδιά φιλικό είναι" να χαλαρώσουμε λίγο.
Ο Μπορέλι κι ο Αποστολάκης ήταν κορυφή στην πλάκα, ήταν τα πειραχτήρια της ομάδας. Δεν μπορώ να πω τι σκέφτονταν τα παιδιά, εγώ για μένα μιλάω και πιστεύω πως το κλίμα ήταν πολύ καλό. Εγώ έλεγα ότι δεν πάμε σε αυτά τα παιχνίδια για να χάσουμε κάτι. Μόνο να κερδίσουμε μπορούμε. Πιστεύω πως μόνο ένας το πίστεψε αυτό από τη μέρα που έγινε η κλήρωση, ότι θα κερδίσουμε εκεί. Μας το έλεγε πάντα, αλλά δεν ξέρω γιατί το έλεγε, ίσως για να μην υπάρχει άγχος. Ο Άγιαξ τότε ήταν φοβερή ομάδα, μετά το παιχνίδι αυτό πήρανε όλοι μεταγραφές. Ποιος ήταν αυτός που το πίστευε; Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης. Μας έλεγε μη φοβάστε, θα το κερδίσουμε το ματς.
Για το ματς στο Άμστερνταμ.
Εμείς μόλις έφτανε το λεωφορείο στο γήπεδο, βλέπαμε τον κόσμο που μας έδειχνε με τα χέρια ότι θα μας ρίξουν τρία, τέσσερα, πέντε. Ήταν και το τελευταίο παιχνίδι που έπαιζαν σε αυτό το γήπεδο. Φοβερή ατμόσφαιρα.
Θυμάμαι και κάτι άλλο. Είχαμε και τον Φαρία, σαν βοηθό του Ρότσα και πάντα ταξίδευε μαζί μας. Θέλω να γυρίσω πιο πριν, όταν παίζαμε με Πόρτο και μίλησε ο Χουάν πριν το παιχνίδι στην ομιλία και είπε την εντεκάδα. Οπότε λέει κάποια στιγμή Φαρία τι θέλεις να πεις εσύ; Και ο Φαρία λέει, παιδιά ξέρετε τι; Ένα γκολ να σκοράρουμε εμείς, αλλά πόσα να φάμε δεν ξέρω. Και μετά όταν παίξαμε με τον Άγιαξ, θυμηθήκαμε τα λόγια του Φαρία και είπαμε ότι πρέπει να το πούμε.
Μετά το γκολ σηκώθηκα και δεν ήξερα που πάω. Αλήθεια είναι, γιατί μας κόστισε πάρα πολλές δυνάμεις αυτό το παιχνίδι. Ήταν στο 87' αν δεν κάνω λάθος, τελείωνε το παιχνίδι, ήμουν πολύ κουρασμένος εγώ, πιστεύω και όλη η ομάδα. Τη στιγμή που πλασάρω δεν βλέπω ότι η μπάλα πάει στο τέρμα. Όταν σηκώνομαι την είδα. Και οι φίλαθλοι ήταν αριστερά, εγώ φεύγω δεξιά. Λόγω κούρασης αντέδρασα έτσι, έβλεπα την ομάδα κι ένας έτρεχε δεξιά, ένας αριστερά, εντάξει τι να πεις; Τρία λεπτά πριν το τέλος να έχεις 1-0 τον Άγιαξ στο Άμστερνταμ είναι κάτι που δεν το πίστεψε κανείς.
Πιστεύω πως αυτό είναι το πιο σπουδαίο γκολ της καριέρας μου. Δεν ξέρω αν είναι το πιο όμορφο, αλλά πιστεύω το πιο σπουδαίο που έγραψε ιστορία.
Για τη ρεβάνς της Αθήνας.
Μην ξεχνάμε ότι ο Άγιαξ ήταν φοβερή ομάδα τότε. Με αυτές τις ομάδες αν παίξεις πέντε παιχνίδια, μπορείς να κερδίσεις τη μία φορά αλλά τα υπόλοιπα είναι δύσκολο. Εμείς όμως πρέπει να πω ότι είχαμε τρεις απουσίες στον επαναληπτικό της Αθήνας. Δύο με κάρτες και κάποιος τραυματισμός. Ο Μαρίνος Ουζουνίδης νομίζω, ο ψηλός ο Γεωργιάδης και κάποιος ακόμα στο κέντρο.
Το κακό είναι ότι πολύ νωρίς φάγαμε το πρώτο γκολ. Έχω δει το παιχνίδι πολλές φορές από την αρχή και είναι ένα κόρνερ στο τέταρτο λεπτό και αυτοί είναι τρεις στην περιοχή κι εμείς οχτώ και τρώμε γκολ και μετά δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Να πάμε μπροστά; Να κάτσουμε πίσω να κρατήσουμε το σκορ; Είχαμε περισσότερο άγχος από το πρώτο παιχνίδι. Κάθε ένας από μας έλεγε μέσα του πωπωείμαστε τόσο κοντά στον τελικό αλλά πρέπει να περάσουν τα ενενήντα λεπτά και δυστυχώς ήρθε το 3-0 κι έφυγε ένα όνειρο και εγώ πάντα λέω γαμώτο γίνεται να γυρίσουμε να το παίξουμε το παιχνίδι άλλη μία φορά; Αλλά δεν γίνεται.
Για το σημαντικό ρόλο της ομοιογένειας σε μια ομάδα.
«Βοηθάει σε μια ομάδα να παίζουν πολλά χρόνια μαζί οι παίκτες. Και στην Ευρώπη άμα βλέπουμε μεγάλες ομάδες, κάνουν κάποιες μεταγραφές, αλλά δεν κάνουν πέντε-έξι, δεν αλλάζουν τη μισή ομάδα. Αν αλλάζουν έναν-δύο παίκτες που είναι βασικοί για εντεκάδα, βοηθάει. Την ίδια γνώμη έχω και για τους προπονητές. Για μένα χρειάζονται τουλάχιστον δύο χρόνια για να μπορέσει να δουλέψει ένας προπονητής. Αλλά δυστυχώς εδώ στην Ελλάδα εμείς την αλλαγή προπονητή την κάνουμε χόμπι.
Για τον ΠΑΟ του 95-96 που συνδύασε Ευρώπη και πρωτάθλημα.
«Αυτό που μας βοήθησε ήταν ότι είχαμε τον πρόεδρο κοντά μας και ότι είχαμε καλό κλίμα στην ομάδα. Αυτά πιστεύω ότι ήταν τα δύο σημαντικά στοιχεία που είχαμε εκείνη την εποχή και σαν αγαπημένη οικογένεια φτάσαμε εκεί που φτάσαμε.
Πιστεύω πως αυτή είναι η καλύτερη μου χρονιά στην Ελλάδα. Είχαμε φοβερή συνεργασία τότε με τον προπονητή και με τα παιδιά. Γιατί ξέρεις κάτι, βγαίνεις πρώτος σκόρερ, παίρνεις κάποια βραβεία, εγώ όμως ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσω ότι χωρίς τους συμπαίκτες μου, χωρίς τον προπονητή, χωρίς όλο το τιμ που είναι γύρω από την ομάδα, κανείς δε μπορεί να φτάσει ψηλά, κανείς δε μπορεί να γίνει πρώτος σκόρερ, ούτε να βγει καλύτερος παίκτης. Είναι ομάδα.
Εγώ θα χαιρόμουν άμα από την δική μου ομάδα έβγαινε πρώτος σκόρερ, καλύτερος παίκτης, καλύτερος τερματοφύλακας, καλύτερος προπονητής. Όταν η ομάδα δουλεύει καλά θα χαρώ πάντα αν κάποιος μέσα από την ομάδα φτάσει ψηλά.»
Για το ότι όλα τα γκολ τα αφιέρωνε σε εκείνον που του έδινε την ασίστ.
«Σίγουρα έχει πολύ μεγάλη σημασία η τελική πάσα. Αλλά εγώ δε συμφωνώ με όσους λένε ότι ο επιθετικός απλά έβαλε το πόδι και έβαλε το γκολ. Γιατί ο επιθετικός πρέπει να βρεθεί σε κατάλληλο χρόνο στον κατάλληλο χώρο κι εκεί που θα πάει η πάσα, δεν είναι τόσο εύκολο. Ένα βήμα μπροστά, ένα βήμα πίσω και μπορείς να χάσεις την ευκαιρία. Δηλαδή ναι μεν έχει πολύ μεγάλη σημασία η πάσα αλλά έχει και πολύ μεγάλη σημασία η κίνηση του επιθετικού. Δεν υπάρχει εύκολο γκολ.»
Για τη μεγαλύτερη περίοδο χωρίς να πετύχει γκολ και τα μαγικά του Ρότσα.
«Θα πω κάτι γι' αυτό το διάστημα που είχα να βάλω γκολ. Με τον Ρότσα ήμασταν. Ο οποίος μου λέει κάποια στιγμή, έλα λίγο πριν από το παιχνίδι στο δικό μου δωμάτιο. Τώρα δεν ξέρω αν ακούσει ο Χουάν ή αν μπορώ να το πω (γέλια). Πάω στο δωμάτιο, μου βάζει τρία φωτάκια σε ένα πιατάκι και μου λέει μη μιλάς καθόλου. Καθόμαστε έτσι για μερικά δευτερόλεπτα και ένα από τα τρία σαν καρβουνάκια ήταν, σκάει. Οπότε μου λέει, εντάξει σήμερα μη φοβάσαι , θα σκοράρεις.
Λέω εντάξει, πάμε στο παιχνίδι, είμαστε 1-0 κοιτάω το ρολόι και λέει 87', πλησιάζει προς το τέλος. Λέω μέσα μου, τι μου έλεγε ότι θα βάλω σήμερα γκολ. Οπότε βγαίνει μια μπαλιά από δεξιά νομίζω από τον Γεωργιάδη τον κοντό, μία σέντρα χαμηλή, πλασέ 2-0 και λέω είχε δίκιο.
Μερικές φορές είναι κι ο τρόπος του προπονητή να ανεβάζει έναν ποδοσφαιριστή που για κάποιο διάστημα έχει πρόβλημα. Κι εγώ τότε είχα πρόβλημα, δεν το κρύβω. Γιατί εδώ όλοι περιμένουν ότι θα σκοράρεις. Αν δεν σκοράρεις σε ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε παιχνίδια σου λέει κάτι έγινε. Μετά τρελαίνεσαι, δεν ξέρεις τι να κάνεις. Δηλαδή εγώ έλεγα να αλλάξω λίγο την προπόνηση, να δώσω περισσότερο, να ξεκουραστώ. είναι ένα θέμα που είναι πάρα πολύ δύσκολο.»
Για την καταστροφική σεζόν 1996-97.
«Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς για το τι έφταιξε. Θα σου πω τι πιστεύω εγώ. Μήπως πιστέψαμε τώρα όλοι ότι είμαστε ομαδάρα, ότι είμαστε παιχταράδες, ότι τώρα που κερδίσαμε τον Άγιαξ, τα παιχνίδια στο πρωτάθλημα θα τα έχουμε για πλάκα και ότι αφού είχαμε καλή πορεία στην Ευρώπη, δεν υπάρχει ομάδα στην Ελλάδα να μας κερδίζει και μάλλον αυτό ήταν λάθος σκέψη από όλους μας. Πιστέψαμε ότι από μία μέρα στην άλλη γίναμε μεγάλη ομάδα. Πιστεύω ότι κάπου εκεί χαλαρώσαμε. Κι οι αντίπαλοι έλεγαν αφού αυτοί κέρδισαν τον Άγιαξ, εμείς θα προσπαθήσουμε να κερδίσουμε αυτούς. Δηλαδή όπως κάναμε εμείς με τον Άγιαξ, που μπήκαμε πιο συγκεντρωμένοι, πιο δυνατοί έτσι έκαναν και οι άλλες ομάδες μαζί μας. Εμείς ήμασταν πιο χαλαροί και γι' αυτό δεν είχαμε και το αποτέλεσμα.
Για την απομάκρυνση του Ρότσα μεσούσης της περιόδου.
Για μένα το καλύτερο είναι να ξεκινήσει και να τελειώσει ο προπονητής και να τον κρίνεις όταν τελειώσει η σεζόν. Δεν μπορείς να κρίνεις μέσα σε τρεις μήνες αν ο προπονητής έκανε καλή δουλειά ή όχι. Είναι λάθος για μένα μέσα στη σεζόν να αλλάζουν τεχνικοί.»
Για τη σεζόν 1997-98 που έβαλε 32 γκολ μετά από 34 εμφανίσεις ως βασικός.
«Για να βγεις πρώτος σκόρερ πρέπει να έχεις και καλούς συμπαίκτες. Πρέπει να έχεις και το δεκάρι που σου δίνει τις περισσότερες πάσες κι εγώ ήμουν τυχερός που είχα παίκτες όπως ο Κόλεφ στην αρχή που ήταν πάρα πολύ καλός ποδοσφαιριστής, ο Πάρις Γεωργακόπουλος, οΜπορέλι μετά, ο Μίκλαντ, ο Λούπου, πολύ καλοί ποδοσφαιριστές που και για λίγο διάστημα και για δύοτράι γκολ με έσωζαν. Ο Λούπου για παράδειγμα αν και δεν έπαιξε πολλά παιχνίδια, καταλάβαινε κι αυτός την κίνηση μου και για δύο τρεις φορές που μου έδωσε πάσα έκανε πιο εύκολο το γκολ για μένα.»
Για το προσπέρασμα του Αντωνιάδη στην πρώτη θέση των πράσινων σκόρερ σε ματς κόντρα στον Απόλλωνα.
«Μάλλον ήταν η τυχερή μου ομάδα γιατί στον Απόλλωνα έβαλα το πρώτο μου γκολ στη Ριζούπολη, έσπασα το ρεκόρ του κύριου Αντωνιάδη στη Ριζούπολη και να πω και κάτι άλλο για τον Απόλλωνα. Μόλις γύρισα από τον τραυματισμό μου, χάσαμε 2-1 από τον Απόλλωνα στον Ολυμπιακό Στάδιο και έβαλα εγώ το γκολ. Δηλαδή ήταν τρεις πολύ σημαντικοί σταθμοί για μένα και πάντα μπροστά μου ήταν ο Απόλλωνας.»Για το ότι δεν έφυγε ποτέ από τον Παναθηναϊκό.
Δεν φανταζόμουν ποτέ φεύγοντας από την Πολωνία ότι θα γίνω ο πρώτος σκόρερ του Παναθηναίκού. Κανείς δεν μπορεί να το σκεφτεί αυτό. Παίρνεις την πρόταση από τον Παναθηναϊκό μπορεί να πας καλά και να έρθει πρόταση από άλλη ομάδα. Θα πω ψέματα τώρα αν πω ότι υπολόγιζα να παίξω 15 χρόνια στον Παναθηναϊκό, δεν γίνεται αυτό. Χάρηκα που μπορούσα τόσα χρόνια να δίνω χαρές στον κόσμο και να παίζω καλό ποδόσφαιρο με μία καλή ομάδα, με πορείες στην Ευρώπη, ήταν μια τεράστια εμπειρία για μένα αυτό.
Είναι λίγοι οι ποδοσφαιριστές που δεν αλλάζουν ομάδες. Εμένα ο χαρακτήρας μου δεν είναι για πολλές αλλαγές. Θα ήθελα κάποια στιγμή τότε να πάω σε κάποιο πιο δυνατό πρωτάθλημα να δοκιμαστώ αλλά δυστυχώς δεν έτυχε αυτό. Αλλά εντάξει από την άλλη ήταν καλά, αλλά αναρωτιέσαι μέσα σου πως θα ήταν σε μια άλλη ομάδα, σε μια άλλη χώρα.
Και να υπήρχαν προτάσεις σε μένα δε φτάσανε ποτέ. Τότε με πρόεδρο τον Γιώργο Βαρδινογιάννη, όλοι περνούσαν από το γραφείο του. Σε μένα δεν ερχόταν κανείς. Και νομίζω ότι ο πρόεδρος δεν ήθελε να με δώσει, τις σταματούσε τις προτάσεις. Έτσι άκουσα μετά όταν σταμάτησα, δεν ξέρω αν αληθεύει. Δεν ήξερα λεπτομέρειες. Δεν είναι όπως τη σημερινή εποχή που έρχεται κάποιος μάνατζερ στον ποδοσφαιριστή και του λέει έχω πρόταση για σένα από την τάδε ομάδα, σκέψου το να το δούμε μαζί.
Όταν έκανα το τελευταίο συμβόλαιο για άλλα πέντε χρόνια στα 35 μου, τότε είπα θα μείνω στην Ελλάδα για πάντα. Τώρα είπα εδώ είμαι, μόνο πρέπει να βοηθήσω την ομάδα στα 35 μου όσο καλύτερα μπορώ ώστε να προσφέρω και αποφασίσαμε με την οικογένεια μου να κάνουμε σπίτι και να μείνουμε εδώ.»
Για το γεγονός ότι δεν τον άγγιζε ο χρόνος και έμενε πάντα στο ίδιο επίπεδο.
«Εγώ πιστεύω ότι αυτό το πέτυχα με την πάρα πολύ καλή προπόνηση. Πρέπει να δίνεις το 100% και στην προπόνηση γιατί μετά στο παιχνίδι δεν ξέρεις τι δυνατότητες έχεις. Γι' αυτό καλή προπόνηση και καλή ζωή χρειάζεται. Δεν μου άρεσαν πολύ τα μπουζούκια και το ξενύχτι. Εντάξει, κάποια στιγμή με την ομάδα στον κατάλληλο χρόνο και εκεί που πρέπει, πήγαινα κι εγώ. Αλλά γενικά μπορώ να πω ότι η καλή ζωή και η καλή προπόνηση ήταν τα δύο στοιχεία που μπορούσαν να με κρατήσουν για τόσα χρόνια σε ψηλό επίπεδο.
Είναι το πιο δύσκολο κομμάτι. Κάποια στιγμή έρχεται ένας προπονητής, έχει τα δικά του σχέδια, θέλει να αλλάξει την εντεκάδα, δεν παίζεις κάθε Κυριακή κι εκεί είναι ένα τεράστιο πρόβλημα για έναν ποδοσφαιριστή. Περνάει από το μυαλό η σκέψη ότι ήρθε ο καιρός να σταματήσεις. Εγώ όμως, να μιλήσω λίγο εγωιστικά (γέλια), έβλεπα ότι αυτοί που είχαμε στην ομάδα, κάποιοι καινούριοι ποδοσφαιριστές, δεν ένιωθα ότι ήμουν χειρότερος από αυτούς. Ούτε στην προπόνηση, ούτε στα παιχνίδια. Είναι δύσκολο να κρατηθείς σε αυτό το επίπεδο.
Οπότε έκανα και πάντα κάτι εξτρά. Έμενα μετά την προπόνηση και έκανα περισσότερα βάρη, έκανα περισσότερο τρέξιμο, περισσότερα σουτ, δεν ήθελα να το παρατήσω.»
Για τον τελικό του κυπέλλου με τον Πανιώνιο το 1998.
Όταν υπάρχει ένας τελικός, υπάρχουν και δύο ομάδες στο γήπεδο. Όταν παίζεις σε ένα παιχνίδι στο οποίο κάθε ένας από μας πρέπει να τα δώσει όλα (και το λέω αυτό και στις ακαδημίες που έχω και στην ομάδα που είμαι τώρα) ώστε μετά το τέλος του ματς να σκεφτούμε και να πούμε ναι τα δώσαμε όλα, απλώς δεν πήραμε το αποτέλεσμα, τότε πιστεύω δε θα έχει κανείς παράπονο. Ούτε οι φίλαθλοι, ούτε ο προπονητής, ούτε εμείς μεταξύ μας.
Όταν βλέπεις όμως ότι η απόδοση κάποιων παιδιών δεν είναι καλή, όταν δύο τρία παιδιά δεν ακολουθούν το ρυθμό δεν ξέρω για ποιο λόγο, όπως για παράδειγμα το παιχνίδι με τον Πανιώνιο που ήμασταν το φαβορί. Γιατί αν παίζεις με ΑΕΚ ή Ολυμπιακό τα ποσοστά είναι μοιρασμένα. Αλλά όταν παίζεις με μία ομάδα όπως ο Πανιώνιος τότε και χάνεις είναι πολύ άσχημο.
Και θέλω και άλλη μια φορά να ζητήσω συγγνώμη από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας που αντέδρασα πολύ άσχημα γιατί για μένα αυτό το παιχνίδι με αυτόν τον αντίπαλο έπρεπε να το κερδίσουμε. Ο εκνευρισμός μου ήταν μεγάλος αλλά δεν ήταν μόνο για την ήττα. Ήταν και κάτι άλλο. Όταν πήγαμε για να πάρουμε τα μετάλλια, δεν πήγαμε όλοι εκεί, μόνο αυτό μπορώ να σου πω. Υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι που πήγαν στα αποδυτήρια, δεν ήρθαν εκεί και γι' αυτό είχα και λίγα νεύρα. Πρέπει μέχρι την τελευταία στιγμή να είσαι κύριος. Χάσαμε, έχουμε όλοι νεύρα αλλά πρέπει να κρατήσεις και το πρεστίζ. Δε μπορεί τώρα κάποιοι να μπαίνουν μέσα και οι υπόλοιποι να πάνε να πάρουν το μετάλλιο.»
Για την σεζόν 1998-99 και τον χαμένο τελικό με τον Ολυμπιακό.
«Όταν χάνεις σε αυτά τα παιχνίδια, υπάρχει μεγάλη στεναχώρια και από μας και από τον φίλαθλο κόσμο και εγώ θέλω να πω κάτι για τον κόσμο. Εμείς περισσότερο έχουμε τη στεναχώρια, διότι εμείς θέλουμε να πάρουμε τον τίτλο. Εμείς θέλουμε να γράψουμε ιστορία όπως για παράδειγμα το 1995 πήραμε το πρωτάθλημα. Υπήρχαν κάποιοι τελικοί που υπήρχαν πολλά παράπονα από τον κόσμο. Είχε δίκιο κι ο κόσμος γιατί σε κάποια από αυτά τα παιχνίδια δεν είχαμε καλή απόδοση. Αλλά θέλω να πω ότι εμείς είμαστε οι πρώτοι που στεναχωριόμαστε πάρα πολύ.»
Για τη σεζόν 1999-2000 που έχασε τη μονιμότητα του βασικού.
"Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι το κάνει επίτηδες. Κάθε προπονητής που έρχεται στην ομάδα έχει τη δική του φιλοσοφία. Πραγματικά όμως εκείνη την εποχή εγώ έβλεπα στην προπόνηση ότι δεν είμαι πιο πίσω από τους παίκτες που παίζουν στην εντεκάδα. Απλώς ο Γιάννης (σ.σ.Κυράστας) ήθελε να κάνει ανανέωση στην εντεκάδα και γι' αυτό το λόγο δεν έπαιξα κι εγώ σαν βασικός πολλά παιχνίδια. Δεν το είχαμε συζητήσει με τον Γιάννη.
Είχαμε πολύ καλή ομάδα, πάρα πολύ καλή δουλειά ο Γιάννης Κυράστας, αλλά στη ζωή μερικές φορές υπάρχουν στιγμές που στα παιχνίδια είσαι καλύτερος και δεν κερδίζεις. Εγώ πιστεύω ότι εκείνη την εποχή ήμασταν καλύτερη ομάδα από τον Ολυμπιακό και άδικα δεν πήραμε τον τίτλο. Είναι αυτό που λέγαμε νωρίτερα, ότι υπήρχαν ματς που όταν τελείωναν σαν ομάδα λέγαμε ότι τα δώσαμε όλα αλλά έτσι είναι η μπάλα, δεν ήθελε να μπει στα δίχτυα και χάσαμε."
Για τη σεζόν 2000-01 και το 234ο γκολ με το οποίο προσπέρασε τον Παπαιωάννου. Αλλά και για τη βράβευση ως τρίτος εν ενεργεία σκόρερ σε όλο τον κόσμο.
"Ήταν πολύ σπουδαία μέρα για μένα. Έβρισκα εκεί όλους τους κορυφαίους. Ήταν καταπληκτικό κλίμα, καταπληκτική εκδήλωση και κάποια στιγμή εκεί που ήμουν είπα πωςαξίζαν όλα αυτά τα χρόνια να κάνεις σκληρή προπόνηση, να έχεις υπομονή, να δουλεύεις σκληρά και να έχεις πολλά χρόνια σρο ίδιο επίπεδο. Το πολύ σημαντικό για μένα είναι το ότι το να φτάσεις ψηλά είναι εύκολο για να κρατηθείς όμως εκεί είναι κάτι που δεν μπορούν να το κάνουν οι περισσότεροι.
Είχα αφιερώσει το βραβείο στη μητέρα μου γιατί όταν ξεκίνησα στη Ρουχ Χορζόφ, η απόσταση από το σπίτι μου στο σχολείο ήταν για πλάκα, 5 χιλιόμετρα, τρεις σταθμούς με το τρόλεϊ. Η μάνα μοθ φοβήθηκε μήπως γίνει κάτι πηγαίνοντας ή ερχόμενος από το σχολείοκαι΄στην αρχή δεν ήταν πολύ θετική στο να πάω σχολείο εκεί. Στο σχολείο ήταν δύο γκρουπ που τα είχε η ομάδα, η Ρουχ Χορζόφ. Εμείς πηγαίναμε στο σχολείο τις πρωινές ώρες, κάναμε τα μαθήματα, είχαμε φαγητό πρωί και μεσημέρι, μετά κάναμε διάλειμμα εκεί στο σχολείο για δύο ώρες και μετά πηγαίναμε προπόνηση και μετά σπίτι. Κάθε μέρα το ίδιο, ήμουν συνεχώς έξω από το σπίτι. Εκεί δεν ήταν και τόσο ήσυχο το μέρος και πάντα μία μάνα φοβάται, θα γυρίσει το παιδί από το σχολείο; Γι' αυτό σου λέω ότι έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο να σου πει η μητέρα πήγαινε.
Στο σχολείο ήμουν ένας μαθητής που με ενδιέφερε μόνο να περνάω την τάξη. Είχαμε βαθμολογία από το 2 ως το 5. Εγώ πάντα έλεγα να πάρω το τρία και να είμαι μια χαρά. Μετά μόλις έβλεπα ότι μπορώ να κάνω κάτι στο ποδόσφαιρο, προχώρησα. Βέβαια για τους νέους ποδοσφαιριστές αυτή δεν είναι σωστή σκέψη γιατί χτύπα ξύλο, έναν τραυματισμό αν έχεις είναι πάντα καλό να έχεις ένα χαρτί στο χέρι ώστε σε μια κακή στιγμή να κάνεις κάτι άλλο.
Μετά από χρόνια μίλησα με τημάνα μου και μου είπε ότι σκέφτηκε ότι εκείνη ήταν από φτωχή οικογένεια, και η οικογένεια μας επίσης ήταν φτωχή. Οπότε σκέφτηκε μήπως ήταν μια ευκαιρία να προχωρήσει το παιδί στο ποδόσφαιρο και να είναι πιο καλή η ζωή μας στο μέλλον. Αυτό πιστεύω ότι την έσπρωξε για να με αφήσει να πάω εκεί."
Για τον Γκούτσο, τον παιδικό του ήρωα.
"Αυτό ήταν ένα παραμύθι που έπαιζε τότε στην Πολωνική τηλεόραση. Μου άρεσε τόσο πολυπου μερικές φορές άφησα και το ποδόσφαιρο στη γειτονιά και έτρεχα σπίτι για να δω αυτό το έργο. Από εκεί και πέρα από τη γειτονιά στο σχολείο, από το σχολείο στην ομάδα και έτσι έμεινε μέχρι σήμερα."
Για το βαρύ 1-4 από τον Ολυμπιακό στο κύπελλο.
"Πολύ βαριά ήττα και η εικόνα του παιχνδιού δεν ήταν για τόσο μεγάλο σκορ. Εγώ όποτε έπαιζα αν είχα τη δυνατότητα έβλεπα το παιχνίδι μετά από δύο-τρεις μέρες. Και η εικόνα είναι μαγική. Σίγουρα το σκορ ήταν βαρύ αλλά αν το δεις το παιχνίδι, δεν ήμασταν τόσο κακοί. Μειώσαμε σε 2-1, είχαμε κάποιες φάσεις να ισοφαρίσουμε και πραγματικά μιλάμε για μαγική εικόνα."
Για τη σεζόν 2001-02 όταν και αποκαλύπτει ότι ήταν έτοιμος να φύγει από τον Παναθηναϊκό για τον ΟΦΗ.
"Ήταν η δεύτερη φορά που ήρθε ο Γιάννης Κυράστας και ήρθε τότε και ο Κωνσταντίνου, είχαμε και Λυμπερόπουλο και Βλάοβιτς κα ιΟλιζαντέμπε. Ήταν πολύ δυνατή η ομάδα μπροστά. Και θα σου πω κάτι που το λέω για πρώτη φορά. Ήμουν έτοιμος να φύγω από τον Παναθηναϊκό και να πάω στον ΟΦΗ. Τη δεύτερη φορά που ήρθε ο Κυράστας στον Παναθηναϊκό παίξαμε ένα παιχνίδι στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας με τον ΠΑΟΚ και χάσαμε 2-1. Πριν από αυτό το παιχνίδι πήγα στον πρόεδρο τον κύριο Φιλιππίδη και του μίλησα.
Έβλεπα ότι μπορούσα να παίξω τρία-τέσσερα χρόνια άνετα, το έβλεπα στην προπόνηση, δεν έβλεπα διαφορά. Απλώς είχα καταλάβει ότι ο Γιάννης ήθελε να παίζει με αυτά τα παιδιά που είχαν έρθει. Είπα τότε στον κύριο Φιλιππίδη ότι θέλω να φύγω. Ακόμα είχα συμβόλαιο και συμφωνήσαμε να πάω στον ΟΦΗ. Παίξαμε όμως αυτό το παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ στη Λεωφόρο, χάσαμε 2-1, έφυγε μετά από ένα ακόμα ματς ο Γιάννης και άλλαξα γνώμη και είπα ότι δε φεύγω κι έτσι έμεινα.
Εγώ είμαι εγωιστής και από τη στιγμή που έβλεπα ότι μπορούσα να παίξω ακόμα σεεππίπεδο Α Εθνικής, λέω γιατί να σταματήσω τώρα το ποδόσφαιρο. Δεν ξέρω, κάτι ανώτερο ήθελε να γίνει έτσι. Γιατί μετά φάνηκε ότι ήταν σωστό το ότι έμεινα. Δηλαδή αν είχαμε κερδίσει το παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ μάλλον θα είχα φύγει.
Δεν μετάνιωσα ποτέ που έμεινα σε όλη μου την καριέρα στον Παναθηναϊκό. Απλώς περνάει μέσα από το μυαλό μου το αν θα μπορούσα να τα καταφέρω κι άλλου. Εδώ πέρασα καταπληκτικές στιγμές, εντάξει υπήρχαν και πίκρες, αλλά τα περισσότερα χρόνια πέρασα πάρα πολύ ωραία και γνώρισα την αγάπη του κόσμου, όχι μόνο από τους φιλάθλους του Παναθηναϊκού, αλλά σχεδόν σε όλα τα γήπεδα. Πάω στο Καραϊσκάκη, πάω στην Τούμπα, στην ΑΕΚ, όπου και να πάω, στη Θεσσαλονίκη, πάντα με χειροκροτάνε κι αυτό είναι που δεν μπορείς να το αγοράσεις με τίποτα. Αυτό είναι κάτι πολύ σπουδαίο για μένα."
Για τη σεζόν 2002-03 όταν έπαιξε 2 ματς ως βασικός, αλλά και για τη Ριζούπολη.
"Μερικές φορές όταν χάνεις ένα πρωτάθλημα στο οποίο δεν έχεις κερδίσει σε δύο-τρία ντέρμπι, λέμε δεν πήραμε το πρωτάθλημα επειδή δεν πήραμε τα ντέρμπι. Την επόμενη χρονιά κερδίζεις τα ντέρμπι, χάνεις κάποια παιχνίδια στην επαρχία και λες εκεί παίρνεις το πρωτάθλημα. Αλλά δεν υπάρχει νόμος γι' αυτό. Απλώς σε κάποια παιχνίδια δεν ήμασταν τόσο καλοί, τόσο δυνατοί για να πάρουμε μερικές φορές ένα αποτέλεσμα για να πάρουμε το πρωτάθλημα.
Και θυμάμαι τότε το παιχνίδι με τον Ολυμπιακό στη Ριζούπολη που έγινε. Εμείς είχαμε ένα παιχνίδι στα Γιάννινα δύο τρεις αγωνιστικές πριν το ματς στη Ριζούπολη. Εκείνη την ημέρα αν είχαμε κερδίσει το παιχνίδι στη Ριζούπολη θα πηγαίναμε με τέσσερις βαθμούς διαφορά. Είχαμε έρθει 0-0. Αυτό σου λέω, πόσο σημαντικό μπορεί να είναι ένα παιχνίδι μέσα στη σεζόν.
Πιστεύω πως οι ξένοι φοβήθηκαν το παιχνίδι με όλη αυτή τη φασαρία που γινόταν εκεί. Νομίζω ότι σε αυτές τις συνθήκες δεν έπρεπε να γίνει το παιχνίδι. Εντάξει θα μου πει κάποιος τώρα, τώρα το λες; Αλλά πραγματικά πρώτη φορά έβλεπα κάτι τέτοιο. Έβλεπα και τους ποδοσφαιριστές φοβισμένους. Ήταν οΚόλκα τότε, ο Χένρικσεν, ο Μικάελσεν. Αυτοί οι τρεις σχεδόν δεν ήξεραν που να τρέξουν και τί να κάνουν.
Όμως η ιστορία έγραψε 3-0, έγινε το παιχνίδι και ο Παναθηναϊκός έχασε έναν τίτλο που ήταν πάρα πολύ κοντά για να τον πάρει."
Για τη διάλυση εκείνης της ομάδας μετά το ματς της Ριζούπολης.
"Αυτό είναι αλήθεια. Είχαμε πάρα πολύ καλή ομάδα αλλά και μονάδες. Κάθε ένας από τους ποδοσφαιριστές που είχε εκείνη η ομάδα, είχε πολύ μεγάλη αξία και είδαμε μετά που πήγανε και έξω τα παιδιά. Πιστεύω ότι αυτή η ομάδα αν έμενε μαζί για δύο -τρία χρόνια δεν θα είχε αντίπαλο στην Ελλάδα. Πιστεύω πως ήταν μεγάλο λάθος το ότι έφυγαν ποδοσφαιριστές και έπρεπε να χτιστεί καινούρια ομάδα από την αρχή. Κι όμως σου βγήκε καλό την πρώτη χρονιά.
Έχω ακούσει πολλά πράγματα, όπως το ότι το ότι το παιχνίδι δεν ήταν πολύ καθαρό. Το έχω ακούσει κι εγώ αυτό. Δεν ξέρω, μήπως ο πρόεδρος ο Γιάννης Βαρδινογιάννης το άκουσε κι αυτός αυτό, κάτι το οποίο εγώ δεν το πιστεύω. Εγώ πάντα έμεινα μακριά από αυτά. Εγώ λέω αυτό που άκουσα από τους φιλάθλους. Μήπως το άκουσε κι ο πρόεδρος αυτό, τσαντίστηκε και δεν ήθελε τέτοιους ποδοσφαιριστές που κάνουν τέτοια πράγματα, πρέπει να αλάξουμε την ομάδα."
Για το ποια ήταν η χειρότερη στιγμή του.
"Εγώ περισσότερο στεναχωρήθηκα και πάρα πολύ μετά το παιχνίδι στη Ριζούπολη με το τί έγινε την Τρίτη στην Παιανία. Δε θα ξεχάσω ποτέ το ότι μπήκαν οι φίλαθλοι μέσα, χτύπησαν τον Μαρκαριάν μπροστά στα μάτια μου και έκαναν φοβερή ζημιά σε όλα τα παιδιά. Έσπασαν τα αυτοκίνητά μας που ήταν εκεί, δεν υπήρχε κανείς για να μας προστατέψει, ενώ είχαν μπει 200-300 άτομα. Αυτή ήταν η πιο μαύρη μέρα όλα αυτά τα 15 χρόνια που έζησα στον Παναθηναϊκό.
Όλοι ήξεραν ότι θα έρθει ο κόσμος στην Παιανία κι εγώ ακόμα ρωτάω γιατί δεν μας προστάτεψαν. Μας το είχε πει ο Ζαγρκιμάκηςότι έρχονται φίλαθλοι. Όλοι το ξέρανε αλλά δεν υπήρχε προστασία. Ήταν τρεις τέσσερις αστυνομικοί αλλά τί να κάνουν με τόσα άτομα."
Για την φυγή του Σάντος.
"Όταν ξεκίνησε η προετοιμασία σχεδόν όλοι οι προπονητές παίρνουν τους αρχηγούς και τους ρωτούν τί δεν πάει καλά και τέτοια. Και θυμάμαι μία μέρα που με φώναξε στο δωμάτιο του και με ρώτησε τί γνώμη έχω εγώ για την κατάσταση. Του είπα ότι δεν υπάρχει τίποτα για να πω τί φταίει. Όλα τα παιδιά προσπαθούσαν όσο μπορούσαν καλύτερα, θα τους γνωρίσεις κι εσύ τώρα που θα έχεις επαφή κάθε μέρα όσο μπορεία καλύτερα, και τί μου λέει; Μου λέει εκείνη την ημέρα ότι η διοίκηση του είπε ότι στους ποδοσφαιριστές δεν τους αρέσει η σκληρή δουλειά, ότι είναι απείθαρχοι και μόλςι ήρθε είχε κακή εικόνα για τα παιδιά και την ομάδα.
Οπότε μας πλακώνει με πειθαρχία πολλή, πάλι φτάσαμε στο σημείο να υπάρχει όχι φόβος, αλλά απόσταση από τον προπονητή. Κάτι που δεν ήταν τόσο καλό. Μας πλάκωσε σε πάρα πολύ δυνατές προπονήσεις. Και μάλλον αυτά ήταν τα δύο στοιχεία για τα οποία η ομάδα δεν είχε φρεσκάδα, δεν έπαιξε καλό ποδόσφαιρο. Διότι αν δεις μετά όταν πήγε στην ΑΕΚ, κι εγώ μίλησα με τον Νίκο Λυμπερόπουλο τον οποίο τον είχε και στον Παναθηναϊκό, τον είχε και στην ΑΕΚ, και μου είπε ότι ήταν διαφορετικός άνθρωπος. Μίλαγε με τους ποδοσφαιριστές, έκανε διαφορετική προπόνηση και άρα πιστεύω ότι ήταν λάθος που είχε αυτή την εικόνα για την ομάδα.
Δεν μπορώ να το εξηγήσω γιατί του τα είχε πει αυτά η διοίκηση. Τελικά πάντως έκανε κακό. Εγώ σου λεώ αυτό που μου είπε, ότι πίστευε ότι είμαστε απείθαρχοι, ότι δε μας αρέσει η προπόνηση κι ότι νομίζαμε ότι ο κάθε ένας από μας είναι ο Μαραντόνα. Η αντίδραση του προπονητή ήταν σωστή, γιατί αν ήταν όντως έτσι τα πράγματα, τότε έπρεπε να είναι πιο σκληρός. Η αντίδραση του προπονητή ήταν σωστή."
Για την έλευση Μαρκαριάν και το αήττητο των 25 αγώνων.
"Εδώ γυρνάμε και πάλι στη σχέση όπου ο προπονητής με τους ποδοσφαιριατές είναι κοντά. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μεγάλο ρόλο παίζει αυτό. Είναι άλλο να έρθει στην προπόνηση ο προπονητής και να σου πει κάτι και είναι άλλο να βλέπεις έναν προπονητή να είναι στο ίδιο σημείο σε όλη την προπόνηση και ούτε να γελάει ούτε να σου πει κάτι, τελειώνει η προπόνηση και πάει στο γραφείο του και μετά σπίτι.
Και είναι άλλο να έρθει ένας προπονητής μέσα στην προπόνηση και να συζητήσει με τον έναν να συζητήσει με τον άλλον τί έγινε πως είσαι. Άνθρωποι είμαστε, κάθε ένας από μας μπορεί να έχει κάποιο πρόβλημα."
Για το ιδανικό φινάλε με νταμπλ το 2004.
"Ήθελα να φύγω με ψηλά το κεφάλι και με έναν τίτλο. Ευτυχώς πουπήραμε το νταμπλ και μπορούσα με ψηλά το κεφάλι να πω τέρμα. Ξέρεις σε μια τέτοια στιγμή όπως η φιέστα στη Λεωφόρο περνάνε μέσα από το μυαλό σου όλα τα 15 χρόνια σε 5 δευτερόλεπτα."
Για τους καλύτερους αντιπάλους.
"Τόσο ο Στέλιος Μανωλάς όσο κι ο ΚυριάκοςΚαραταΐδης είναι δυο αμυντικοί με μεγάλα προσόντα. Κύριοι στο παιχνίδι τους, δεν ήταν βρώμικοι, δεν υπήρχε κακία στο παιχνίδι τους να σου κάνουν ζημιά, να σε χτυπήσουν. Όλα ήταν πάνω στη φάση, δυνατές μονομαχίες, αλλά όλα στα πλαίσια του παιχνιδιού. Και τώρα μέχρι που τέλειωσα την καριέρα μου και βρισκόμαστε κάπου κάπου, μιλάμε και μερικές φορές λέμε για αυτά τα παιχνίδια και τις μονομαχίες που είχαμε. Ήταν δυνατά παιχνίδια αλλά στα πλαίσια του fair play."
Για τη δήλωση του Ντέμη Νικολαΐδη ότι αντέγραφε τον Βαζέχα.
"Είναι κάτι ωραίο αυτό που είπε για μένα, το ότι ένας ποδοσφαιριστής μπορεί να κλέψει κάποια κίνηση από κάποιον άλλον. Κι ο Ντέμης ήταν ένας σπουδαίος επιθετικός, έβαλε κι αυτός τα δικά του γκολ, είχε το δικό του στιλ παιχνιδιού και ήταν από τους καλύτερους επιθετικούς που πέρασαν από τα ελληνικά γήπεδα.
Εγώ για να σου πω την αλήθεια ένας φορ που μου άρεσε πάρα πολύ ήταν ο Μάρκο ΦανΜπάστεν. Βλέπεις κάποιες κινήσεις αλλά στον κόσμο δεν υπάρχουν δύο ίδιοι ποδοσφαιριστές ή να κάνεις μία ακριβώς ίδια κίνηση από τον Βαζέχα ή εγώ από τον Ντέμη Νικολαΐδη. Κάθε ένας είναι ξεχωριστός.
Για το ποιο πιστεύει ο ίδιος ότι ήταν το δυνατό του σημείο.
"Πιστεύω η συνεχής κίνηση χωρίς την μπάλα. Δηλαδή δεν ήμουν σταθερός παίκτης μόνο στη μεγάλη περιοχή να περιμένω την τελική πάσα. Έβγαινα και έξω από την μεγάλη περιοχή. Άλλο δυνατό σημείο πιστεύω πως ήταν η γρήγορη εκτέλεση. Δηλαδή γρήγορο κοντρόλ και όσο πιο γρήγορα να σουτάρω. Αυτά τα δύο στοιχεία ήταν το μεγάλο αβαντάζ για μένα."
Για την ταινία που πρωταγωνίστησε σε ηλικία 14 ετών κι ενώ αγωνιζόταν στην Ρουχ Χορζόφ.
«Μεγάλη εμπειρία και για μένα. Υπήρχε ένας ήρωας στην πόλη ονόματι Τσέσλικ κι εκείνη την εποχή είχε παίξει ένα παιχνίδι η Πολωνία με την Ρωσία στο Χορζόφ. Κέρδισε η Πολωνία με 2-1 κι αυτός έβαλε και τα δύο γκολ και έγινε ήρωας όχι μόνο για εκείνη τη μέρα, αλλά για εκείνη την εποχή. Μετά προσπάθησαν να κάνουν ένα έργο γι' αυτόν τον ποδοσφαιριστή κι εγώ έπαιξα για λίγα λεπτά σε αυτό το έργο τα παιδικά του χρόνια.»
Για το πώς ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο.
«Σίγουρα οι συνθήκες ήταν πάρα πολύ δύσκολες, απλώς εμείς τα παιδιά στη γειτονιά που έζησα, αγαπήσαμε το ποδόσφαιρο πολύ νωρίς. Δηλαδή αμέσως μετά το σχολείο αφήναμε τα πράγματα σε μία γωνία και προσπαθούσαμε τον υπόλοιπο χρόνο της μέρας που είχαμε να παίζουμε ποδόσφαιρο και για να λέμε την αλήθεια δεν δώσαμε πολύ προσοχή στα μαθήματα. Πολλές φορές μετά το σχολείο παίζαμε κάποια διπλά στη γειτονιά, όταν ένας φίλος μου ξεκίνησε προπονήσεις στις υποδομές της Ρουχ Χορζόφ. Έβλεπε ότι κι εγώ δεν ήμουν τόσο άσχετος με τη μπάλα (γέλια) και μου είπε γιατί δεν έρχεσαι εκεί να σε δει ο προπονητής μήπως γίνει κάτι. Και πραγματικά πήγα εκεί, έκανα μάλλον σωστή επιλογή με κράτησε ο προπονητής και από εκεί και πέρα ξεκίνησα από δέκα χρονών και έμεινα στην Ρουχ Χορζόφ μέχρι τα 25, μέχρι το 1989 που ήρθα στον Παναθηναϊκό.»
Για τη μεταγραφή του στον Παναθηναϊκό από τηνΡουχ Χορζόφ και για το αν ήταν η μοναδική πρόταση που είχε.
«Ξεκίνησα στην ομάδα 18 χρονών το πρώτο παιχνίδι μου, έπαιξε μέχρι 25 όπως είπαμε, αλλά πρέπει να πω μια ιστορία που στεναχωρήθηκα πάρα πολύ διότι πρώτη φορά η ομάδα όταν έπαιξα εγώ έπεσε στην Β Εθνική. Μετά δεν μπορούσε η ομάδα να κάνει μεταγραφές λόγω μιας τιμωρίας από την Ομοσπονδία. Ανεβήκαμε τον επόμενο χρόνο στην Α Εθνική, παίρνουμε το πρωτάθλημα, εγώ βγαίνω πρώτος σκόρερ και μετά έρχεται η πρόταση από τον Παναθηναϊκό.
Εκείνη την εποχή έρχονταν πάρα πολλοί μάνατζερ από τη Γερμανία γιατί ξέρετε η Πολωνία με τη Γερμανία είναι δίπλα-δίπλα, αλλά δεν υπήρχε κάτι σοβαρό. Δηλαδή λέγανε ότι υπάρχει πρόταση από κάποια Γερμανική ομάδα, αλλά χωρίς ουσία, χωρίς λεπτομέρεια. Ο Παναθηναϊκός ήρθε με έτοιμη πρόταση, τότε θυμάμαι με τον κύριο Πέιτς και με τον κύριο Τάσο Πρίντση. Ήρθαν, μίλησαν με την διοίκηση, μετά η διοίκηση ήρθε στην Αθήνα κι έτσι να πούμε με το καλό ότι συμφωνήσανε και ξεκίνησα την καριέρα μου στην Ελλάδα.
Για το τι σκέφτηκε όταν έμαθε ότι υπήρχε πρόταση από Ελληνική ομάδα και για το αν συμβουλεύτηκε κάποιον.
«Βεβαίως, συμβουλεύτηκα και τον Κράσιμιρ Γκόρσκι ο οποίος είχε πει και καλά λόγια για μένα. Έμαθα ότι ο κύριος Γιώργος Βαρδινογιάννης ρώτησε τον ΚράσιμιρΓκόρσκι τι ποδοσφαιριστής είναι ο Βαζέχα. Εγώ ρώτησα τον κύριο Στρέιλαου, τον κύριο Γκμοχ, τον κύριο Γκόρσκιγιατί αυτοί είχαν εμπειρία από την Ελλάδα. Όλοι μου είπαν τα καλύτερα λόγια γενικά για την Ελλάδα αλλά και για τον Παναθηναϊκό.
Για την γρήγορη απόφαση του να αφήσει την πατρίδα του για τον Παναθηναϊκό μέσα σε μία μέρα.
«Σίγουρα αυτές οι αποφάσεις δεν είναι εύκολες για μία οικογένεια. Εμείς τότε είχαμε τον Αρκάδιο δύο χρονών, αλλά θυμάμαι πως ήταν εκείνη η μέρα. Εκείνη την εποχή σταματάει το πρωτάθλημα στην Πολωνία, δηλαδή έχει διακοπή από τέλη Νοεμβρίου μέχρι τέλη Φεβρουαρίου, αρχές Μαρτίου. Έκανα εγώ μια βόλτα με τον Αρκάδιο το μεσημέρι, έρχεται η γυναίκα μου από το σπίτι και μου λέει σε παίρνουν τηλέφωνο από την ομάδα. Εγώ σκέφτηκα τι με παίρνουν αφού έχουμε ρεπό, τι με θέλουν.
Δε μου πήγε στο μυαλό ότι υπήρχε πρόταση από τον Παναθηναϊκό. Μου είπαν ότι υπάρχει αυτή η πρόταση και ότι έπρεπε να αποφασίσουμε σε μία μέρα. Ε και λέω πάμε να το προχωρήσουμε. Κι έτσι έγιναν όλα πολύ γρήγορα, δεν είχα και πολύ χρόνο για να σκεφτώ γιατί κι εδώ ο κύριος Γιώργος Βαρδινογιάννης ήθελε όσο πιο γρήγορα να βρει κάποιον φορ γιατί εκείνη την εποχή ο Δημήτρης Σαραβάκος είχε πρόβλημα και δεν μπορούσε να παίξει και ο πρόεδρος έψαχνε να βρει κάποιον ποδοσφαιριστή που να καλύπτει αυτή τη θέση.»
Για την απίστευτη ιστορία με τη γυναίκα του.
«Απίστευτο, απίστευτο αλλά πραγματικά έτσι είναι. Γεννηθήκαμε ίδια μέρα, στο ίδιο μαιευτήριο, πήγαμε και στο ίδιο σχολείο. Χωρίσαμε για λίγο μετά από τέσσερα χρόνια, πήγαμε σε άλλο σχολείο στο Χορζόφ και εκεί για κάποιο διάστημα χωρίσαμε. Μέναμε στον ίδιο δρόμο όμως και κάποια στιγμή υπήρχε ένας χορός, δε θυμάμαι από πού, και πήγαμε μαζί. Κι έτσι σιγά-σιγά ξεκίνησε η κατάσταση, έτσι είναι όταν βρίσκεσαι σε καλό δρόμο (γέλια). Πρέπει να πω ότι μου βγήκε σε καλό.»
Για το πρώτο παιχνίδι κόντρα στην ΑΕΚ φορώντας το «7» στην πλάτη, αλλά και για την γρήγορη μετάβαση στο «9».
«Εντάξει το πρώτο παιχνίδι με την ΑΕΚ δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν και τόσο καλό, θυμάμαι ότι έχασα και μία φοβερή ευκαιρία για να κερδίσουμε το ματς 1-0 αλλά δεν στεναχωρήθηκα γι' αυτό, γιατί ήξερα ότι, από τη στιγμή που θα κάνω σουτ στην προπόνηση με την ομάδα, θα γίνω καλύτερος. Δηλαδή δεν το είδα σαν εμπόδιο, δεν σκέφτηκαότι δεν κάνω γι' αυτή την ομάδα.
Όπως είπαμε εκείνη την εποχή ο Δημήτρης Σαραβάκος είχε πρόβλημα και δεν μπορούσε να παίξει, οπότε ξεκίνησα να παίζω με το 7. Μετά μου είπαν ότι εδώ ο φορ παίζει με το 9 και μόλις γύρισε ο Δημήτρης πήρε το 7 κι εγώ το 9 και από τότε σχεδόν συνέχεια έπαιζα με το 9.»
Για τη συνεργασία του με τον Δημήτρη Σαραβάκο.
«Εντάξει αυτό είναι χημεία, δεν μπορείς να αποδώσεις κάπου αυτή τη συνεργασία. Σίγουρα και οι πολλές προπονήσεις που κάναμε μαζί, πολλές ασκήσεις που κάναμε ιδιαίτερα στα τελειώματα, σκοράραμε. Πιστεύω ότι ο Δημήτρης αν δούμε κάποια γκολ που έκανα μου έδινε πάρα πολλές πάσες, δηλαδή είχαμε φοβερή συνεργασία μέσα στο γήπεδο. Εκτός γηπέδου η αλήθεια είναι ότι δεν ήμασταν και τόσο κολλητοί φίλοι. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το εξηγήσω για ποιο λόγο, αλλά στο γήπεδο βρισκόμασταν με κλειστά μάτια.»
Για τον πρώτο καιρό στον Παναθηναϊκό και την Ελλάδα, τι του έκανε εντύπωση.
«Εγώ πάντα ήμουν δυνατός σαν χαρακτήρας. Πίστευα ότι είμαι καλός κι ότι μπορώ να προσφέρω και αυτό με βοήθησε. Όπως με βοήθησε ότι από τα πρώτα παιχνίδια έκανα γκολ. Ξέρεις όταν ένας καινούριος επιθετικός έρχεται σε μία ομάδα και στα πρώτα παιχνίδια βοηθάει την ομάδα, σκοράρει μία-δύο -τρεις φορές, οι υπόλοιποι συμπαίκτες βλέπουν ότι αυτός μπορεί να μας βοηθήσει κι έτσι μπαίνεις πιο εύκολα στο κλίμα της ομάδας.
Μεγάλη εντύπωση μου έκανε ο φανατισμός στα γήπεδα. Πολύς κόσμος και πολλή ένταση. Δεν μπορώ να πω ότι από τις πρώτες μέρες γνώρισα την αγάπη του κόσμου γιατί τις πρώτες μέρες πάντα είναι δύσκολο. Κατ' αρχήν δεν καταλάβαινα τι λένε στο δρόμο όταν πήγαινα για ψώνια, για βόλτα. Αλλά σιγά-σιγά μετά έμαθα και ήταν κάτι καλό.
Στην Πολωνία με τον κομμουνισμό δεν είχαμε φανατισμό. Υπήρχαν οπαδοί και των δύο ομάδων χωρίς να υπάρχει θύρα κενή χωρίς κόσμο και δεν κουνιόταν κανείς. Αν κουνιόταν θα ήταν και το τελευταίο παιχνίδι που έβλεπε.Μου έκανε εντύπωση και μένα η γρήγορη προσαρμογή μου στον Παναθηναϊκό γιατί σχεδόν έναν μήνα ήμουν χωρίς προπόνηση.
Για το πρώτο πρωτάθλημα που κατέκτησε την πρώτη χρονιά που ήρθε στον Παναθηναϊκό.
Εγώ χάρηκα πάρα πολύ και χάρηκα διπλάσια. Γιατί όταν πήρα την απόφαση να πάω στην Ελλάδα και τον Παναθηναϊκό , στην Πολωνία λέγανε, που πάει; Τότε η Εθνική Πολωνίας ήταν πιο ψηλά από την Εθνική Ελλάδος, και λέγανε όλοι φεύγει από δω που παίζει στην Εθνική Πολωνίας και πάει σε μια χώρα που είναι πιο κάτω επίπεδο από μας. Εγώ όμως έκλεισα τα αυτιά, δεν ασχολήθηκα καθόλου με αυτό και τη στιγμή που πήραμε το πρωτάθλημα χάρηκα διπλάσια γιατί μέσα μου έλεγα ότι ήταν καλή επιλογή ο Παναθηναϊκός, γιατί είναι πολύ γνωστός σύλλογος στην Ευρώπη και μου έδωσε τη δυνατότητα να παίξω στο Champions League. Με την ομάδα μου στην Πολωνία πήγαμε μία φορά, παίξαμε δύο παιχνίδια και βγήκαμε αμέσως έξω.
Για την σεζόν 1990-91, την πρώτη ολοκληρωμένη στην Ελλάδα. Μιλά και για τον Γιόζεφ Βάντσικ.
«Εγώ πιστεύω ότι είχαμε πάρα πολύ κλίμα και πολύ καλούς ποδοσφαιριστές, δουλευταράδες. Μου άρεσε πάρα πολύ ότι ο Παναθηναϊκός είχε τον εγωισμό. Έβλεπα ότι τα παιδιά σε κάθε παιχνίδι θέλουν να κερδίσουν, ότι υπάρχει το πάθος. Το πάθος μπορώ να πω ότι είναι χαρακτηριστικό του Έλληνα ποδοσφαιριστή από όλα αυτά τα χρόνια που ζω στην Ελλάδα. Και είναι θετικό ότι σε βοηθάει να πάρεις τα αποτελέσματα που θέλεις.
Ασφαλώς με βοήθησε ότι στην ομάδα ήρθε κι ο Βάντσικ. Με τον Γιόζεφ ήμασταν σευνέχεια και στο ίδιο δωμάτιο, ήμασταν μαζί τόσα χρόνια, νομίζω εννιά. Τον ήξερα και από την Εθνική Πολωνίας και ήξερα ότι είναι ένας πάρα πολύ καλός τερματοφύλακας. Μόλις πλησίασε το καλοκαίρι, ο πρόεδρος κύριος Γιώργος Βαρδινογιάννης με ρώτησε αν υπάρχει κάποιος καλός τερματοφύλακας στην Πολωνία. Τότε ο Σραγκάνης επρόκειτο να τελειώσει την καριέρα του και ο πρόεδρος ήθελε κάποιον πιο νέο τερματοφύλακα και είπα για τον Γιόζεφ. Και πιστεύω ότι κάναμε πολύ καλή επιλογή.
Πάντως εκείνος πάντα είχε παράπονο από μένα. Μόλις ήρθε στην Ελλάδα μου είπε για τα δυο-τρία γκολ που του είχα βάλει, αλλά μετά ευτυχώς ήμασταν στην ίδια ομάδα και ήταν πιο ήρεμος.»
Για τον τραυματισμό στους κοιλιακούς.
«Θυμάμαι τότε πήγαμε με τον κύριο Δανιήλ προπονητή στη Γερμανία να κάνουμε πολύ δυνατή προετοιμασία κι από εκεί είχα κάποιες ενοχλήσεις στους κοιλιακούς και δεν ξέραμε πώς να το ξεπεράσω. Πήγαμε μετά στην Αγγλία και παίξαμε ένα πολύ δυνατό τουρνουά με Γουέστ Χαμ, Σαμπντόρια και Άρσεναλ, έπαιξα δύο συνεχόμενα παιχνίδια και την άλλη μέρα είχα φοβερούς πόνους, δεν μπορούσα να περπατήσω σχεδόν.
Γυρίσαμε από αυτή την προετοιμασία, ξεκίνησα εγώ θεραπείες, μετά από δύο εβδομάδες ξεκίνησα προπόνηση και είχα πάλι το ίδιο. Έμεινα έξω ένα μήνα, ξεκίνησα προπόνηση, πάλι το ίδιο. Μιας και μου δίνεται η ευκαιρία πάλι, θέλω να ευχαριστήσω τον γιατρό, τον Αργύρη Μήτσου, γιατί ήταν πάρα πολύ δύσκολη για εκείνη την εποχή η εγχείρηση και θυμάμαι ότι μου έλεγε ότι θα παίζω μέχρι τα σαράντα. Από μέσα μου είπα, τί μου λέει τώρα ο άνθρωπος μέχρι τα σαράντα, εδώ τώρα είμαστε 26-27. Τόσα χρόνια μετά ακόμα όποτε τον βλέπω του λέω, είχες δίκιο γιατί μέχρι τα σαράντα έπαιξα ουσιαστικά.
Ήταν δύσκολο ψυχολογικά γιατί ήταν στην αρχή που ακόμα δεν ήμουν τόσο άνετος και στη γλώσσα. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί τι πόνος υπάρχει μετά από αυτή την εγχείρηση. Δεν ήξερα τι να κάνω εκείνες τις μέρες που γύριζα από το νοσοκομείο στο σπίτι, ήθελα να χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια μπορώ να πω ότι εκείνη η εμπειρία ήταν μια δοκιμασία. Μου έλεγε ο γιατρός ότι θα μείνω έξω έξι μήνες. Εγώ όμως με την προσπάθεια, με την θεραπεία, με την προπόνηση γύρισα μετά από τέσσερις μήνες. Ακόμα κι αυτό το θεωρούσα κέρδος, το ότι κέρδισα δύο μήνες.
Κι εκείνη την εποχή πρέπει να πω ότι ήρθε ο Γιώργος Βαρδινογιάννης και μου λέει θα κάνουμε ανανέωση το συμβόλαιο για άλλα δύο ή τρία χρόνια, χωρίς να γνωρίζουμε ακόμα πότε και πως θα επιστρέψω. Και το κάναμε. Ήταν κάτι πολύ σημαντικό για μένα γιατί δεν ήξερα αν αύριο θα μπορούσα να συνεχίζω να παίζω.»
Για τον Γιώργο Βαρδινογιάννη.
«Ότι και να πω θα είναι λίγο. Εκείνη την εποχή είδαμε ότι πραγματικά αυτός δεν ήταν ένας τυπικός πρόεδρος, ήταν πάντα κοντά μας. Θυμάμαι ότι πάντα μας έλεγε, όποιος από μας έχει κάποιο πρόβλημα, ακόμα κι αν ήταν 12 το βράδυ ή 3 το πρωί, να τον πάρουμε τηλέφωνο μήπως μπορούσε να μας βοηθήσει. Έβλεπες ότι δεν τον ένοιαζε να είναι μόνο ο πρόεδρος του Παναθηναϊκού και ότι δεν τον ενδιέφερε τίποτε άλλο. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις στήριξη από έναν άνθρωπο που έχει πολύ μεγάλες δυνατότητες να σε βοηθήσει και εκτός από το ποδόσφαιρο.»
Για το πρώτο Champions League που έφτασαν στους «8» τη σεζόν 1991-92.
«Για μένα ήταν φοβερή εμπειρία και έβλεπα πραγματικά ότι σε αυτά τα παιχνίδια, κάτι που εμένα δε μου αρέσει. Κάποια παιδιά έπαιζαν καλύτερα, δηλαδή δίνανε το κάτι παραπάνω. Έβλεπα ότι πολλοί ετοιμάζονταν για να εμφανιστούν πιο έτοιμοι σε αυτά τα παιχνίδια. Αν θυμάμαι καλά, εμείς τότε δεν είχαμε και πολύ δυνατό ρόστερ. Και για μια ομάδα που έχει πρωτάθλημα, κύπελλο και Ευρώπη και δεν έχει πολύ δυνατό ρόστερ, δεν είναι τόσο εύκολο κάθε τρεις μέρες να κάνει τα καλύτερα παιχνίδια.
Πιστεύω ότι ίσως γι' αυτό που είπα πριν πήγαμε καλύτερα στην Ευρώπη. Γιατί κάθε ένας από μας έλεγε πωπω τώρα θα μας βλέπουν κι έξω, ας δώσω λίγο κάτι παραπάνω. Επίσης κόντρα σε άλλες ομάδες πιο δυνατές εσύ πάντα θέλεις να δώσεις το κάτι παραπάνω. Και λέω μήπως αυτός ήταν ο λόγος που πήγαμε καλύτερα στην Ευρώπη και δεν προσέξαμε και τόσο πολύ το πρωτάθλημα.»
Για τον τελικό του κυπέλλου το 1993 κόντρα στον Ολυμπιακό, για το πώς προετοιμάστηκε πριν το ματς και το τι ακολούθησε τη μεγάλη νίκη.
«Μπορώ να πω ότι αυτό ήταν από τα καλύτερα μου παιχνίδια. Είμαι σίγουρος ότι και το δεύτερο γκολ που σκοράρω είναι κανονικό και γι' αυτό υπήρχε μια διαμαρτυρία στον βοηθό. Πρέπει να πω ότι η ατμόσφαιρα ήταν καταπληκτική, γι' αυτά τα παιχνίδια ζούμε όλοι εμείς οι ποδοσφαιριστές. Τη στιγμή που σε έναν τέτοιο τελικό βάζεις γκολ, εντάξει, τι άλλο θες; Είσαι στον έβδομο ουρανό.
Πριν από ένα τέτοιο παιχνίδι κάθε ένας από μας έχει τον δικό του τρόπο για να προετοιμαστεί όσο μπορεί καλύτερα. Κάποιος μπορεί να θέλει ηρεμία, κάποιος άλλος μπορεί να θέλει να κάνει λίγο πλάκα για να ξεφύγει από το άγχος, να μη δείξει ότι αγχώνεται. Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι που κάθε ένας από μας ετοιμάζεται γι αυτό το ματς. Εντάξει μετά μόλις κερδίσεις, δεν το συζητάμε, χαμός στα αποδυτήρια, είναι κάτι που είναι δύσκολο να το περιγράψεις.
Μόλις βγαίνεις λίγο έξω από το σπίτι και ειδικά πριν από τέτοια παιχνίδια ο κόσμος πάντα σε ρωτάει «πως θα πάμε αύριο, να κερδίσουμε, θέλουμε να κερδίσουμε, κάντε τα πάντα για να κερδίσουμε, είναι ντέρμπι, είναι πολύ σημαντικό για μας, ο αντίπαλος είναι δυνατός αλλά κι εμείς είμαστε καλή ομάδα». Υπήρχαν πάντα συζητήσεις πριν από αυτά τα ντέρμπι στο δρόμο που σου δίνουν ένα λόγο ώστε να δώσεις το κάτι παραπάνω και για τον κόσμο.
Εγώ στην αρχή ότι μόλις με πλησίαζε κόσμος, ντρεπόμουνα, δεν ήξερα τι να απαντήσω, είχα λίγο άγχος με αυτό. Αλλά μετά που πέρασαν τα χρόνια έβλεπα ότι είναι νορμάλ αυτό και εμένα τουλάχιστον μου έδινε την ώθηση να ετοιμαστώ για αυτό το παιχνίδι, κάτι με έσπρωχνε μέσα μου να ετοιμαστώ όσο το δυνατόν καλύτερα για να μη στεναχωρώ αυτούς που μου ζητάνε να κερδίσει η ομάδα.»
Για το τι σημαίνει το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό.
«Κατ' αρχήν να σου πω ότι εγώ δεν ξεχωρίζω τα παιχνίδια. Ποτέ δεν ξεχώρισα. Προσπάθησα για κάθε παιχνίδι να ετοιμαστώ όσο μπορούσα καλύτερα. Απλώς αυτά τα παιχνίδια είναι κάτι διαφορετικό. Η πίεση του κόσμου, οι εφημερίδες, η τηλεόραση, που μόλις τελειώνει η Κυριακή και ακολουθεί την επόμενη Κυριακή το ντέρμπι, από τη Δευτέρα δεν ασχολούνται με τίποτα παρά μόνο με το παιχνίδι.
Για να πω την αλήθεια είναι μια ατμόσφαιρα που μου άρεσε, αλλά μερικές φορές ήταν πολύ φανατισμένη. Δηλαδή ο φανατισμός που είδαμε κάποιες φορές στα γήπεδα, το πρώτο ντέρμπι που έπαιξα στο Καραϊσκάκη, που οι φίλαθλοι δεν ήταν τόσο ήρεμοι και το παιχνίδι ουσιαστικά διήρκεσε δυόμιση ώρες αν δεν κάνω λάθος με τις διακοπές κι όλα αυτά που συνέβησαν. Αλλά εμένα όπως είπα και πριν μου άρεσε αυτή η ατμόσφαιρα και μου άρεσαν αυτά τα ντέρμπι που είχαν μεγάλο ενδιαφέρον.»
Για το αν φοβήθηκε ποτέ σε γήπεδο.
«Δεν μπορώ να πω ότι φοβήθηκα, απλά υπήρχαν κάποιες επικίνδυνες καταστάσεις όπως όταν έπεφταν πέτρες στο γήπεδο. Ουσιαστικά πέρασαν τόσα χρόνια και δε βλέπουμε κάτι καλύτερο.»
Για την ΑΕΚ του 1993-94 την οποία κέρδισαν στον ιστορικό τελικό κυπέλλου του 1994.
«Αν δεις την εντεκάδα της ΑΕΚ, ήταν πάρα πολύ καλή και πολύ δυνατή με φοβερούς ποδοσφαιριστές. Και πάρα πολύ καλό προπονητή. Εμείς παλέψαμε, παλέψαμε, αλλά εκείνη την εποχή πιστεύω ότι η ΑΕΚ έπαιζε καλό ποδόσφαιρο και δεν το κρύβω, πήρε δίκαια τα πρωταθλήματα.»
Για τον Ίβιτσα Όσιμ.
«Ήταν ένας προπονητής που δε θέλω να πω ότι σε φόβιζε, αλλά σου έβγαζε σεβασμό. Εγώ πιστεύω ότι από την πρώτη μέρα ήταν σοβαρός και κατά τη γνώμη μου ήταν και δίκαιος. Του άρεσε η πολλή δουλειά και η σκληρή προπόνηση και διάλεγε πάντα για την εντεκάδα τους ποδοσφαιριστές που ήταν και στην προπόνηση καλοί. Δεν κοίταγε ποτέ τα ονόματα και ότι αυτός είναι ο Βαζέχα ή κάποιος άλλος. Νομίζω τότε δεν έπαιξε κι ο Σαραβάκος πολλά παιχνίδια με τον Όσιμ, όπως και ο Αποστολάκης.
Αλλά είχε και μερικά λάθη. Μερικές φορές αργούσε στην προπόνηση κι εμείς τον περιμέναμε για παράδειγμα, είχε δηλαδή κι αυτός κάποια ελαττώματα. Και κάπως έτσι ο προπονητής μπορεί να χάσει το σεβασμό του. Δηλαδή μπορεί να βγαίναμε εμείς για προπόνηση, να παίζαμε μισή ώρα, σαράντα λεπτά κορόιδο και μετά να έβγαινε εκείνος για να ξεκινήσει την προπόνηση. Υπήρχαν κάποια που δεν μου άρεσαν. Ο Όσιμ δεν είχε τόσο καλή επαφή με τους ποδοσφαιριστές, Δεν θέλω να πω ότι είχαμε φόβο αλλά ήταν λίγο απόμακρος.»
Για την σεζόν 1994-95 και την επιστροφή στην κατάκτηση του πρωταθλήματος επί Ρότσα.
«Όταν ανέλαβε ο Ρότσα, ήξερε τη φιλοσοφία της ομάδας, άλλαξε λίγο τον τρόπο της προπόνησης και ήρθε πιο κοντά στους παίκτες δημιουργώντας μια καλή σχέση. Μας μίλαγε συνέχεια και εμείς σιγά-σιγά βλέπαμε ότι μόνο με αυτόν τον τρόπο, να είμαστε αγαπημένοι μεταξύ μας, μπορούμε να κάνουμε κάτι. Είχαμε καλή ομάδα, είχαμε καλό ρόστερκαι μετά αυτό που λέγαμε εμείς συνέχεια, είναι ότι φτάσαμε σε ένα σημείο να πηγαίνουμε για προπόνηση στην Παιανία και να φτάνουμε δύο-δυόμιση ώρες πριν ώστε να παίξουμε τάβλι, να κάνουμε λίγο πλάκα, να πιούμε καφέ.
Μετά την προπόνηση το ίδιο. Νιώθαμε πραγματικά σαν μια οικογένεια και πιστεύω αυτό ήταν πολύ σημαντικό που φτάσαμε εκείνη τη χρονιά τόσο ψηλά. Ήρθε ο Ρότσα, άλλαξε λίγο την ψυχολογία, έδωσε ελευθερία στην κίνηση στον αγωνιστικό χώρο, με τον Όσιμ ήμασταν λίγο πιο αγχωμένοι. Με τον Ρότσα πιστεύω πως εκείνη την εποχή παίξαμε πολύ καλό ποδόσφαιρο και γι' αυτό είχαμε και πολύ καλά αποτελέσματα.»
Για τον τελικό του κυπέλλου του 1995 με την ΑΕΚ.
«Μερικές φορές με ρωτάει ο κόσμος αν ήταν πέναλτι. Το ματς πλησίαζε στο τέλος. Μετράει εδώ και η εξυπνάδα του ποδοσφαιριστή. Εγώ πιστεύω ότι με τραβάει ο Βλάχος σε εκείνη τη φάση. Εκείνη τη στιγμή δεν τα σκέφτεσαι αυτά. Όμως κι αυτά μετράνε. Λέω λίγο με τραβάει, είναι δευτερόλεπτα, εγώ λέω λίγο παραπάνω. Έδωσε πέναλτι στον αντίπαλο. Λέω τώρα άμα με τραβήξει σε αυτή τη φάση θα πέσω, ήταν πολύ δύσκολο να κάνω γκολ εκεί και τη στιγμή που νιώθω το χέρι στο δικό μου σώμα λέω πέφτω δεν έχω τίποτα να χάσω, κατάλαβες; Ήταν πέναλτι που δίνεται και δε δίνεται.
Μετά είχαμε τα επεισόδια και ήταν δύσκολες στιγμές για το διαιτητή . Εγώ στη θέση της διοίκησης της ΑΕΚ θα σκεφτόμουνα ότι θα μπορούσε η ΑΕΚ να ήταν μπροστά με 1-0 και θα μπορούσε να είχε πάρει μέχρι εκείνο το σημείο το ματς άμα είχε σκοράρει ο Δημήτρης. Δηλαδή εμείς πάντα βλέπουμε ότι φταίει ο διαιτητής ότι φταίει κάτι άλλο και δεν κοιτάμε τη δική μας ομάδα ότι φταίμε κι εμείς.»
Για το καλοκαίρι του 1995 όταν ο Βαρδινογιάννης αποφάσισε να μην κάνει μεταγραφές.
«Εγώ χτίζω έλεγε ο Βαρδινογιάννης, δεν αγοράζω και δικαιώθηκε. Ψυχολογικά πιστεύω ότι είναι θετικό για αυτούς που μένουν στην ομάδα. Διότι είπαμε ότι από εδώ και πέρα εμείς είμαστε, γνωριζόμαστε καλύτερα και προχωράμε. Μου δίνει άλλη μία φορά ο προπονητής την ευκαιρία να αποδείξω ότι καλά έκανε τόσο ο πρόεδρος όσο κι ο προπονητής που δε ήθελαν μεταγραφές. Πιστεύω ότι είναι καλό για τους ποδοσφαιριστές.»
Για το έπος στο Champions League την περίοδο 1995-96 και την πορεία μέχρι τα ημιτελικά του θεσμού.
«Από τη στιγμή που περάσαμε από τον όμιλο και είχαμε καλή κλήρωση πιστέψαμε σε κάτι καλό. Κληρωθήκαμε με την Λέγκια Βαρσοβίας και αντιμετωπίσαμε δυσκολίες μόνο στο πρώτο παιχνίδι. Παίξαμε σε συνθήκες πολύ δύσκολες στη Βαρσοβία, με πολύ χιόνι το γήπεδο, ουσιαστικά δε θα έπρεπε να παίζεται ποδόσφαιρο σε τέτοια γήπεδα. Πήραμε το αποτέλεσμα, περάσαμε στους τέσσερις και μετά είχαμε τον Άγιαξ.
Αλλά θέλω να πω ότι το κλίμα πριν τα παιχνίδια, θυμάμαι ήταν πολύ χαλαρό. Ακούγεται περίεργο πως πριν από τόσο σημαντικά παιχνίδια το κλίμα ήταν χαλαρό. Είχαμε και τον Μπορέλι που του άρεσε πάντα να κάνει πλάκα πριν από αυτά τα παιχνίδια. Θυμάμαι που έλεγε "παιδιάfriendly game, φιλικό παιχνίδι πάμε να παίξουμε" (γέλια). Έτσι για πλάκα, γιατί μερικές φορές πριν από τα παιχνίδια κάποιοι παίκτες ήταν σφιγμένοι, είχαν άγχος, οπότε οΜπορέλι έλεγε "παιδιά φιλικό είναι" να χαλαρώσουμε λίγο.
Ο Μπορέλι κι ο Αποστολάκης ήταν κορυφή στην πλάκα, ήταν τα πειραχτήρια της ομάδας. Δεν μπορώ να πω τι σκέφτονταν τα παιδιά, εγώ για μένα μιλάω και πιστεύω πως το κλίμα ήταν πολύ καλό. Εγώ έλεγα ότι δεν πάμε σε αυτά τα παιχνίδια για να χάσουμε κάτι. Μόνο να κερδίσουμε μπορούμε. Πιστεύω πως μόνο ένας το πίστεψε αυτό από τη μέρα που έγινε η κλήρωση, ότι θα κερδίσουμε εκεί. Μας το έλεγε πάντα, αλλά δεν ξέρω γιατί το έλεγε, ίσως για να μην υπάρχει άγχος. Ο Άγιαξ τότε ήταν φοβερή ομάδα, μετά το παιχνίδι αυτό πήρανε όλοι μεταγραφές. Ποιος ήταν αυτός που το πίστευε; Ο Γιώργος Βαρδινογιάννης. Μας έλεγε μη φοβάστε, θα το κερδίσουμε το ματς.
Για το ματς στο Άμστερνταμ.
Εμείς μόλις έφτανε το λεωφορείο στο γήπεδο, βλέπαμε τον κόσμο που μας έδειχνε με τα χέρια ότι θα μας ρίξουν τρία, τέσσερα, πέντε. Ήταν και το τελευταίο παιχνίδι που έπαιζαν σε αυτό το γήπεδο. Φοβερή ατμόσφαιρα.
Θυμάμαι και κάτι άλλο. Είχαμε και τον Φαρία, σαν βοηθό του Ρότσα και πάντα ταξίδευε μαζί μας. Θέλω να γυρίσω πιο πριν, όταν παίζαμε με Πόρτο και μίλησε ο Χουάν πριν το παιχνίδι στην ομιλία και είπε την εντεκάδα. Οπότε λέει κάποια στιγμή Φαρία τι θέλεις να πεις εσύ; Και ο Φαρία λέει, παιδιά ξέρετε τι; Ένα γκολ να σκοράρουμε εμείς, αλλά πόσα να φάμε δεν ξέρω. Και μετά όταν παίξαμε με τον Άγιαξ, θυμηθήκαμε τα λόγια του Φαρία και είπαμε ότι πρέπει να το πούμε.
Μετά το γκολ σηκώθηκα και δεν ήξερα που πάω. Αλήθεια είναι, γιατί μας κόστισε πάρα πολλές δυνάμεις αυτό το παιχνίδι. Ήταν στο 87' αν δεν κάνω λάθος, τελείωνε το παιχνίδι, ήμουν πολύ κουρασμένος εγώ, πιστεύω και όλη η ομάδα. Τη στιγμή που πλασάρω δεν βλέπω ότι η μπάλα πάει στο τέρμα. Όταν σηκώνομαι την είδα. Και οι φίλαθλοι ήταν αριστερά, εγώ φεύγω δεξιά. Λόγω κούρασης αντέδρασα έτσι, έβλεπα την ομάδα κι ένας έτρεχε δεξιά, ένας αριστερά, εντάξει τι να πεις; Τρία λεπτά πριν το τέλος να έχεις 1-0 τον Άγιαξ στο Άμστερνταμ είναι κάτι που δεν το πίστεψε κανείς.
Πιστεύω πως αυτό είναι το πιο σπουδαίο γκολ της καριέρας μου. Δεν ξέρω αν είναι το πιο όμορφο, αλλά πιστεύω το πιο σπουδαίο που έγραψε ιστορία.
Για τη ρεβάνς της Αθήνας.
Μην ξεχνάμε ότι ο Άγιαξ ήταν φοβερή ομάδα τότε. Με αυτές τις ομάδες αν παίξεις πέντε παιχνίδια, μπορείς να κερδίσεις τη μία φορά αλλά τα υπόλοιπα είναι δύσκολο. Εμείς όμως πρέπει να πω ότι είχαμε τρεις απουσίες στον επαναληπτικό της Αθήνας. Δύο με κάρτες και κάποιος τραυματισμός. Ο Μαρίνος Ουζουνίδης νομίζω, ο ψηλός ο Γεωργιάδης και κάποιος ακόμα στο κέντρο.
Το κακό είναι ότι πολύ νωρίς φάγαμε το πρώτο γκολ. Έχω δει το παιχνίδι πολλές φορές από την αρχή και είναι ένα κόρνερ στο τέταρτο λεπτό και αυτοί είναι τρεις στην περιοχή κι εμείς οχτώ και τρώμε γκολ και μετά δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Να πάμε μπροστά; Να κάτσουμε πίσω να κρατήσουμε το σκορ; Είχαμε περισσότερο άγχος από το πρώτο παιχνίδι. Κάθε ένας από μας έλεγε μέσα του πωπωείμαστε τόσο κοντά στον τελικό αλλά πρέπει να περάσουν τα ενενήντα λεπτά και δυστυχώς ήρθε το 3-0 κι έφυγε ένα όνειρο και εγώ πάντα λέω γαμώτο γίνεται να γυρίσουμε να το παίξουμε το παιχνίδι άλλη μία φορά; Αλλά δεν γίνεται.
Για το σημαντικό ρόλο της ομοιογένειας σε μια ομάδα.
«Βοηθάει σε μια ομάδα να παίζουν πολλά χρόνια μαζί οι παίκτες. Και στην Ευρώπη άμα βλέπουμε μεγάλες ομάδες, κάνουν κάποιες μεταγραφές, αλλά δεν κάνουν πέντε-έξι, δεν αλλάζουν τη μισή ομάδα. Αν αλλάζουν έναν-δύο παίκτες που είναι βασικοί για εντεκάδα, βοηθάει. Την ίδια γνώμη έχω και για τους προπονητές. Για μένα χρειάζονται τουλάχιστον δύο χρόνια για να μπορέσει να δουλέψει ένας προπονητής. Αλλά δυστυχώς εδώ στην Ελλάδα εμείς την αλλαγή προπονητή την κάνουμε χόμπι.
Για τον ΠΑΟ του 95-96 που συνδύασε Ευρώπη και πρωτάθλημα.
«Αυτό που μας βοήθησε ήταν ότι είχαμε τον πρόεδρο κοντά μας και ότι είχαμε καλό κλίμα στην ομάδα. Αυτά πιστεύω ότι ήταν τα δύο σημαντικά στοιχεία που είχαμε εκείνη την εποχή και σαν αγαπημένη οικογένεια φτάσαμε εκεί που φτάσαμε.
Πιστεύω πως αυτή είναι η καλύτερη μου χρονιά στην Ελλάδα. Είχαμε φοβερή συνεργασία τότε με τον προπονητή και με τα παιδιά. Γιατί ξέρεις κάτι, βγαίνεις πρώτος σκόρερ, παίρνεις κάποια βραβεία, εγώ όμως ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσω ότι χωρίς τους συμπαίκτες μου, χωρίς τον προπονητή, χωρίς όλο το τιμ που είναι γύρω από την ομάδα, κανείς δε μπορεί να φτάσει ψηλά, κανείς δε μπορεί να γίνει πρώτος σκόρερ, ούτε να βγει καλύτερος παίκτης. Είναι ομάδα.
Εγώ θα χαιρόμουν άμα από την δική μου ομάδα έβγαινε πρώτος σκόρερ, καλύτερος παίκτης, καλύτερος τερματοφύλακας, καλύτερος προπονητής. Όταν η ομάδα δουλεύει καλά θα χαρώ πάντα αν κάποιος μέσα από την ομάδα φτάσει ψηλά.»
Για το ότι όλα τα γκολ τα αφιέρωνε σε εκείνον που του έδινε την ασίστ.
«Σίγουρα έχει πολύ μεγάλη σημασία η τελική πάσα. Αλλά εγώ δε συμφωνώ με όσους λένε ότι ο επιθετικός απλά έβαλε το πόδι και έβαλε το γκολ. Γιατί ο επιθετικός πρέπει να βρεθεί σε κατάλληλο χρόνο στον κατάλληλο χώρο κι εκεί που θα πάει η πάσα, δεν είναι τόσο εύκολο. Ένα βήμα μπροστά, ένα βήμα πίσω και μπορείς να χάσεις την ευκαιρία. Δηλαδή ναι μεν έχει πολύ μεγάλη σημασία η πάσα αλλά έχει και πολύ μεγάλη σημασία η κίνηση του επιθετικού. Δεν υπάρχει εύκολο γκολ.»
Για τη μεγαλύτερη περίοδο χωρίς να πετύχει γκολ και τα μαγικά του Ρότσα.
«Θα πω κάτι γι' αυτό το διάστημα που είχα να βάλω γκολ. Με τον Ρότσα ήμασταν. Ο οποίος μου λέει κάποια στιγμή, έλα λίγο πριν από το παιχνίδι στο δικό μου δωμάτιο. Τώρα δεν ξέρω αν ακούσει ο Χουάν ή αν μπορώ να το πω (γέλια). Πάω στο δωμάτιο, μου βάζει τρία φωτάκια σε ένα πιατάκι και μου λέει μη μιλάς καθόλου. Καθόμαστε έτσι για μερικά δευτερόλεπτα και ένα από τα τρία σαν καρβουνάκια ήταν, σκάει. Οπότε μου λέει, εντάξει σήμερα μη φοβάσαι , θα σκοράρεις.
Λέω εντάξει, πάμε στο παιχνίδι, είμαστε 1-0 κοιτάω το ρολόι και λέει 87', πλησιάζει προς το τέλος. Λέω μέσα μου, τι μου έλεγε ότι θα βάλω σήμερα γκολ. Οπότε βγαίνει μια μπαλιά από δεξιά νομίζω από τον Γεωργιάδη τον κοντό, μία σέντρα χαμηλή, πλασέ 2-0 και λέω είχε δίκιο.
Μερικές φορές είναι κι ο τρόπος του προπονητή να ανεβάζει έναν ποδοσφαιριστή που για κάποιο διάστημα έχει πρόβλημα. Κι εγώ τότε είχα πρόβλημα, δεν το κρύβω. Γιατί εδώ όλοι περιμένουν ότι θα σκοράρεις. Αν δεν σκοράρεις σε ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε παιχνίδια σου λέει κάτι έγινε. Μετά τρελαίνεσαι, δεν ξέρεις τι να κάνεις. Δηλαδή εγώ έλεγα να αλλάξω λίγο την προπόνηση, να δώσω περισσότερο, να ξεκουραστώ. είναι ένα θέμα που είναι πάρα πολύ δύσκολο.»
Για την καταστροφική σεζόν 1996-97.
«Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς για το τι έφταιξε. Θα σου πω τι πιστεύω εγώ. Μήπως πιστέψαμε τώρα όλοι ότι είμαστε ομαδάρα, ότι είμαστε παιχταράδες, ότι τώρα που κερδίσαμε τον Άγιαξ, τα παιχνίδια στο πρωτάθλημα θα τα έχουμε για πλάκα και ότι αφού είχαμε καλή πορεία στην Ευρώπη, δεν υπάρχει ομάδα στην Ελλάδα να μας κερδίζει και μάλλον αυτό ήταν λάθος σκέψη από όλους μας. Πιστέψαμε ότι από μία μέρα στην άλλη γίναμε μεγάλη ομάδα. Πιστεύω ότι κάπου εκεί χαλαρώσαμε. Κι οι αντίπαλοι έλεγαν αφού αυτοί κέρδισαν τον Άγιαξ, εμείς θα προσπαθήσουμε να κερδίσουμε αυτούς. Δηλαδή όπως κάναμε εμείς με τον Άγιαξ, που μπήκαμε πιο συγκεντρωμένοι, πιο δυνατοί έτσι έκαναν και οι άλλες ομάδες μαζί μας. Εμείς ήμασταν πιο χαλαροί και γι' αυτό δεν είχαμε και το αποτέλεσμα.
Για την απομάκρυνση του Ρότσα μεσούσης της περιόδου.
Για μένα το καλύτερο είναι να ξεκινήσει και να τελειώσει ο προπονητής και να τον κρίνεις όταν τελειώσει η σεζόν. Δεν μπορείς να κρίνεις μέσα σε τρεις μήνες αν ο προπονητής έκανε καλή δουλειά ή όχι. Είναι λάθος για μένα μέσα στη σεζόν να αλλάζουν τεχνικοί.»
Για τη σεζόν 1997-98 που έβαλε 32 γκολ μετά από 34 εμφανίσεις ως βασικός.
«Για να βγεις πρώτος σκόρερ πρέπει να έχεις και καλούς συμπαίκτες. Πρέπει να έχεις και το δεκάρι που σου δίνει τις περισσότερες πάσες κι εγώ ήμουν τυχερός που είχα παίκτες όπως ο Κόλεφ στην αρχή που ήταν πάρα πολύ καλός ποδοσφαιριστής, ο Πάρις Γεωργακόπουλος, οΜπορέλι μετά, ο Μίκλαντ, ο Λούπου, πολύ καλοί ποδοσφαιριστές που και για λίγο διάστημα και για δύοτράι γκολ με έσωζαν. Ο Λούπου για παράδειγμα αν και δεν έπαιξε πολλά παιχνίδια, καταλάβαινε κι αυτός την κίνηση μου και για δύο τρεις φορές που μου έδωσε πάσα έκανε πιο εύκολο το γκολ για μένα.»
Για το προσπέρασμα του Αντωνιάδη στην πρώτη θέση των πράσινων σκόρερ σε ματς κόντρα στον Απόλλωνα.
«Μάλλον ήταν η τυχερή μου ομάδα γιατί στον Απόλλωνα έβαλα το πρώτο μου γκολ στη Ριζούπολη, έσπασα το ρεκόρ του κύριου Αντωνιάδη στη Ριζούπολη και να πω και κάτι άλλο για τον Απόλλωνα. Μόλις γύρισα από τον τραυματισμό μου, χάσαμε 2-1 από τον Απόλλωνα στον Ολυμπιακό Στάδιο και έβαλα εγώ το γκολ. Δηλαδή ήταν τρεις πολύ σημαντικοί σταθμοί για μένα και πάντα μπροστά μου ήταν ο Απόλλωνας.»Για το ότι δεν έφυγε ποτέ από τον Παναθηναϊκό.
Δεν φανταζόμουν ποτέ φεύγοντας από την Πολωνία ότι θα γίνω ο πρώτος σκόρερ του Παναθηναίκού. Κανείς δεν μπορεί να το σκεφτεί αυτό. Παίρνεις την πρόταση από τον Παναθηναϊκό μπορεί να πας καλά και να έρθει πρόταση από άλλη ομάδα. Θα πω ψέματα τώρα αν πω ότι υπολόγιζα να παίξω 15 χρόνια στον Παναθηναϊκό, δεν γίνεται αυτό. Χάρηκα που μπορούσα τόσα χρόνια να δίνω χαρές στον κόσμο και να παίζω καλό ποδόσφαιρο με μία καλή ομάδα, με πορείες στην Ευρώπη, ήταν μια τεράστια εμπειρία για μένα αυτό.
Είναι λίγοι οι ποδοσφαιριστές που δεν αλλάζουν ομάδες. Εμένα ο χαρακτήρας μου δεν είναι για πολλές αλλαγές. Θα ήθελα κάποια στιγμή τότε να πάω σε κάποιο πιο δυνατό πρωτάθλημα να δοκιμαστώ αλλά δυστυχώς δεν έτυχε αυτό. Αλλά εντάξει από την άλλη ήταν καλά, αλλά αναρωτιέσαι μέσα σου πως θα ήταν σε μια άλλη ομάδα, σε μια άλλη χώρα.
Και να υπήρχαν προτάσεις σε μένα δε φτάσανε ποτέ. Τότε με πρόεδρο τον Γιώργο Βαρδινογιάννη, όλοι περνούσαν από το γραφείο του. Σε μένα δεν ερχόταν κανείς. Και νομίζω ότι ο πρόεδρος δεν ήθελε να με δώσει, τις σταματούσε τις προτάσεις. Έτσι άκουσα μετά όταν σταμάτησα, δεν ξέρω αν αληθεύει. Δεν ήξερα λεπτομέρειες. Δεν είναι όπως τη σημερινή εποχή που έρχεται κάποιος μάνατζερ στον ποδοσφαιριστή και του λέει έχω πρόταση για σένα από την τάδε ομάδα, σκέψου το να το δούμε μαζί.
Όταν έκανα το τελευταίο συμβόλαιο για άλλα πέντε χρόνια στα 35 μου, τότε είπα θα μείνω στην Ελλάδα για πάντα. Τώρα είπα εδώ είμαι, μόνο πρέπει να βοηθήσω την ομάδα στα 35 μου όσο καλύτερα μπορώ ώστε να προσφέρω και αποφασίσαμε με την οικογένεια μου να κάνουμε σπίτι και να μείνουμε εδώ.»
Για το γεγονός ότι δεν τον άγγιζε ο χρόνος και έμενε πάντα στο ίδιο επίπεδο.
«Εγώ πιστεύω ότι αυτό το πέτυχα με την πάρα πολύ καλή προπόνηση. Πρέπει να δίνεις το 100% και στην προπόνηση γιατί μετά στο παιχνίδι δεν ξέρεις τι δυνατότητες έχεις. Γι' αυτό καλή προπόνηση και καλή ζωή χρειάζεται. Δεν μου άρεσαν πολύ τα μπουζούκια και το ξενύχτι. Εντάξει, κάποια στιγμή με την ομάδα στον κατάλληλο χρόνο και εκεί που πρέπει, πήγαινα κι εγώ. Αλλά γενικά μπορώ να πω ότι η καλή ζωή και η καλή προπόνηση ήταν τα δύο στοιχεία που μπορούσαν να με κρατήσουν για τόσα χρόνια σε ψηλό επίπεδο.
Είναι το πιο δύσκολο κομμάτι. Κάποια στιγμή έρχεται ένας προπονητής, έχει τα δικά του σχέδια, θέλει να αλλάξει την εντεκάδα, δεν παίζεις κάθε Κυριακή κι εκεί είναι ένα τεράστιο πρόβλημα για έναν ποδοσφαιριστή. Περνάει από το μυαλό η σκέψη ότι ήρθε ο καιρός να σταματήσεις. Εγώ όμως, να μιλήσω λίγο εγωιστικά (γέλια), έβλεπα ότι αυτοί που είχαμε στην ομάδα, κάποιοι καινούριοι ποδοσφαιριστές, δεν ένιωθα ότι ήμουν χειρότερος από αυτούς. Ούτε στην προπόνηση, ούτε στα παιχνίδια. Είναι δύσκολο να κρατηθείς σε αυτό το επίπεδο.
Οπότε έκανα και πάντα κάτι εξτρά. Έμενα μετά την προπόνηση και έκανα περισσότερα βάρη, έκανα περισσότερο τρέξιμο, περισσότερα σουτ, δεν ήθελα να το παρατήσω.»
Για τον τελικό του κυπέλλου με τον Πανιώνιο το 1998.
Όταν υπάρχει ένας τελικός, υπάρχουν και δύο ομάδες στο γήπεδο. Όταν παίζεις σε ένα παιχνίδι στο οποίο κάθε ένας από μας πρέπει να τα δώσει όλα (και το λέω αυτό και στις ακαδημίες που έχω και στην ομάδα που είμαι τώρα) ώστε μετά το τέλος του ματς να σκεφτούμε και να πούμε ναι τα δώσαμε όλα, απλώς δεν πήραμε το αποτέλεσμα, τότε πιστεύω δε θα έχει κανείς παράπονο. Ούτε οι φίλαθλοι, ούτε ο προπονητής, ούτε εμείς μεταξύ μας.
Όταν βλέπεις όμως ότι η απόδοση κάποιων παιδιών δεν είναι καλή, όταν δύο τρία παιδιά δεν ακολουθούν το ρυθμό δεν ξέρω για ποιο λόγο, όπως για παράδειγμα το παιχνίδι με τον Πανιώνιο που ήμασταν το φαβορί. Γιατί αν παίζεις με ΑΕΚ ή Ολυμπιακό τα ποσοστά είναι μοιρασμένα. Αλλά όταν παίζεις με μία ομάδα όπως ο Πανιώνιος τότε και χάνεις είναι πολύ άσχημο.
Και θέλω και άλλη μια φορά να ζητήσω συγγνώμη από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας που αντέδρασα πολύ άσχημα γιατί για μένα αυτό το παιχνίδι με αυτόν τον αντίπαλο έπρεπε να το κερδίσουμε. Ο εκνευρισμός μου ήταν μεγάλος αλλά δεν ήταν μόνο για την ήττα. Ήταν και κάτι άλλο. Όταν πήγαμε για να πάρουμε τα μετάλλια, δεν πήγαμε όλοι εκεί, μόνο αυτό μπορώ να σου πω. Υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι που πήγαν στα αποδυτήρια, δεν ήρθαν εκεί και γι' αυτό είχα και λίγα νεύρα. Πρέπει μέχρι την τελευταία στιγμή να είσαι κύριος. Χάσαμε, έχουμε όλοι νεύρα αλλά πρέπει να κρατήσεις και το πρεστίζ. Δε μπορεί τώρα κάποιοι να μπαίνουν μέσα και οι υπόλοιποι να πάνε να πάρουν το μετάλλιο.»
Για την σεζόν 1998-99 και τον χαμένο τελικό με τον Ολυμπιακό.
«Όταν χάνεις σε αυτά τα παιχνίδια, υπάρχει μεγάλη στεναχώρια και από μας και από τον φίλαθλο κόσμο και εγώ θέλω να πω κάτι για τον κόσμο. Εμείς περισσότερο έχουμε τη στεναχώρια, διότι εμείς θέλουμε να πάρουμε τον τίτλο. Εμείς θέλουμε να γράψουμε ιστορία όπως για παράδειγμα το 1995 πήραμε το πρωτάθλημα. Υπήρχαν κάποιοι τελικοί που υπήρχαν πολλά παράπονα από τον κόσμο. Είχε δίκιο κι ο κόσμος γιατί σε κάποια από αυτά τα παιχνίδια δεν είχαμε καλή απόδοση. Αλλά θέλω να πω ότι εμείς είμαστε οι πρώτοι που στεναχωριόμαστε πάρα πολύ.»
Για τη σεζόν 1999-2000 που έχασε τη μονιμότητα του βασικού.
"Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι το κάνει επίτηδες. Κάθε προπονητής που έρχεται στην ομάδα έχει τη δική του φιλοσοφία. Πραγματικά όμως εκείνη την εποχή εγώ έβλεπα στην προπόνηση ότι δεν είμαι πιο πίσω από τους παίκτες που παίζουν στην εντεκάδα. Απλώς ο Γιάννης (σ.σ.Κυράστας) ήθελε να κάνει ανανέωση στην εντεκάδα και γι' αυτό το λόγο δεν έπαιξα κι εγώ σαν βασικός πολλά παιχνίδια. Δεν το είχαμε συζητήσει με τον Γιάννη.
Είχαμε πολύ καλή ομάδα, πάρα πολύ καλή δουλειά ο Γιάννης Κυράστας, αλλά στη ζωή μερικές φορές υπάρχουν στιγμές που στα παιχνίδια είσαι καλύτερος και δεν κερδίζεις. Εγώ πιστεύω ότι εκείνη την εποχή ήμασταν καλύτερη ομάδα από τον Ολυμπιακό και άδικα δεν πήραμε τον τίτλο. Είναι αυτό που λέγαμε νωρίτερα, ότι υπήρχαν ματς που όταν τελείωναν σαν ομάδα λέγαμε ότι τα δώσαμε όλα αλλά έτσι είναι η μπάλα, δεν ήθελε να μπει στα δίχτυα και χάσαμε."
Για τη σεζόν 2000-01 και το 234ο γκολ με το οποίο προσπέρασε τον Παπαιωάννου. Αλλά και για τη βράβευση ως τρίτος εν ενεργεία σκόρερ σε όλο τον κόσμο.
"Ήταν πολύ σπουδαία μέρα για μένα. Έβρισκα εκεί όλους τους κορυφαίους. Ήταν καταπληκτικό κλίμα, καταπληκτική εκδήλωση και κάποια στιγμή εκεί που ήμουν είπα πωςαξίζαν όλα αυτά τα χρόνια να κάνεις σκληρή προπόνηση, να έχεις υπομονή, να δουλεύεις σκληρά και να έχεις πολλά χρόνια σρο ίδιο επίπεδο. Το πολύ σημαντικό για μένα είναι το ότι το να φτάσεις ψηλά είναι εύκολο για να κρατηθείς όμως εκεί είναι κάτι που δεν μπορούν να το κάνουν οι περισσότεροι.
Είχα αφιερώσει το βραβείο στη μητέρα μου γιατί όταν ξεκίνησα στη Ρουχ Χορζόφ, η απόσταση από το σπίτι μου στο σχολείο ήταν για πλάκα, 5 χιλιόμετρα, τρεις σταθμούς με το τρόλεϊ. Η μάνα μοθ φοβήθηκε μήπως γίνει κάτι πηγαίνοντας ή ερχόμενος από το σχολείοκαι΄στην αρχή δεν ήταν πολύ θετική στο να πάω σχολείο εκεί. Στο σχολείο ήταν δύο γκρουπ που τα είχε η ομάδα, η Ρουχ Χορζόφ. Εμείς πηγαίναμε στο σχολείο τις πρωινές ώρες, κάναμε τα μαθήματα, είχαμε φαγητό πρωί και μεσημέρι, μετά κάναμε διάλειμμα εκεί στο σχολείο για δύο ώρες και μετά πηγαίναμε προπόνηση και μετά σπίτι. Κάθε μέρα το ίδιο, ήμουν συνεχώς έξω από το σπίτι. Εκεί δεν ήταν και τόσο ήσυχο το μέρος και πάντα μία μάνα φοβάται, θα γυρίσει το παιδί από το σχολείο; Γι' αυτό σου λέω ότι έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο να σου πει η μητέρα πήγαινε.
Στο σχολείο ήμουν ένας μαθητής που με ενδιέφερε μόνο να περνάω την τάξη. Είχαμε βαθμολογία από το 2 ως το 5. Εγώ πάντα έλεγα να πάρω το τρία και να είμαι μια χαρά. Μετά μόλις έβλεπα ότι μπορώ να κάνω κάτι στο ποδόσφαιρο, προχώρησα. Βέβαια για τους νέους ποδοσφαιριστές αυτή δεν είναι σωστή σκέψη γιατί χτύπα ξύλο, έναν τραυματισμό αν έχεις είναι πάντα καλό να έχεις ένα χαρτί στο χέρι ώστε σε μια κακή στιγμή να κάνεις κάτι άλλο.
Μετά από χρόνια μίλησα με τημάνα μου και μου είπε ότι σκέφτηκε ότι εκείνη ήταν από φτωχή οικογένεια, και η οικογένεια μας επίσης ήταν φτωχή. Οπότε σκέφτηκε μήπως ήταν μια ευκαιρία να προχωρήσει το παιδί στο ποδόσφαιρο και να είναι πιο καλή η ζωή μας στο μέλλον. Αυτό πιστεύω ότι την έσπρωξε για να με αφήσει να πάω εκεί."
Για τον Γκούτσο, τον παιδικό του ήρωα.
"Αυτό ήταν ένα παραμύθι που έπαιζε τότε στην Πολωνική τηλεόραση. Μου άρεσε τόσο πολυπου μερικές φορές άφησα και το ποδόσφαιρο στη γειτονιά και έτρεχα σπίτι για να δω αυτό το έργο. Από εκεί και πέρα από τη γειτονιά στο σχολείο, από το σχολείο στην ομάδα και έτσι έμεινε μέχρι σήμερα."
Για το βαρύ 1-4 από τον Ολυμπιακό στο κύπελλο.
"Πολύ βαριά ήττα και η εικόνα του παιχνδιού δεν ήταν για τόσο μεγάλο σκορ. Εγώ όποτε έπαιζα αν είχα τη δυνατότητα έβλεπα το παιχνίδι μετά από δύο-τρεις μέρες. Και η εικόνα είναι μαγική. Σίγουρα το σκορ ήταν βαρύ αλλά αν το δεις το παιχνίδι, δεν ήμασταν τόσο κακοί. Μειώσαμε σε 2-1, είχαμε κάποιες φάσεις να ισοφαρίσουμε και πραγματικά μιλάμε για μαγική εικόνα."
Για τη σεζόν 2001-02 όταν και αποκαλύπτει ότι ήταν έτοιμος να φύγει από τον Παναθηναϊκό για τον ΟΦΗ.
"Ήταν η δεύτερη φορά που ήρθε ο Γιάννης Κυράστας και ήρθε τότε και ο Κωνσταντίνου, είχαμε και Λυμπερόπουλο και Βλάοβιτς κα ιΟλιζαντέμπε. Ήταν πολύ δυνατή η ομάδα μπροστά. Και θα σου πω κάτι που το λέω για πρώτη φορά. Ήμουν έτοιμος να φύγω από τον Παναθηναϊκό και να πάω στον ΟΦΗ. Τη δεύτερη φορά που ήρθε ο Κυράστας στον Παναθηναϊκό παίξαμε ένα παιχνίδι στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας με τον ΠΑΟΚ και χάσαμε 2-1. Πριν από αυτό το παιχνίδι πήγα στον πρόεδρο τον κύριο Φιλιππίδη και του μίλησα.
Έβλεπα ότι μπορούσα να παίξω τρία-τέσσερα χρόνια άνετα, το έβλεπα στην προπόνηση, δεν έβλεπα διαφορά. Απλώς είχα καταλάβει ότι ο Γιάννης ήθελε να παίζει με αυτά τα παιδιά που είχαν έρθει. Είπα τότε στον κύριο Φιλιππίδη ότι θέλω να φύγω. Ακόμα είχα συμβόλαιο και συμφωνήσαμε να πάω στον ΟΦΗ. Παίξαμε όμως αυτό το παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ στη Λεωφόρο, χάσαμε 2-1, έφυγε μετά από ένα ακόμα ματς ο Γιάννης και άλλαξα γνώμη και είπα ότι δε φεύγω κι έτσι έμεινα.
Εγώ είμαι εγωιστής και από τη στιγμή που έβλεπα ότι μπορούσα να παίξω ακόμα σεεππίπεδο Α Εθνικής, λέω γιατί να σταματήσω τώρα το ποδόσφαιρο. Δεν ξέρω, κάτι ανώτερο ήθελε να γίνει έτσι. Γιατί μετά φάνηκε ότι ήταν σωστό το ότι έμεινα. Δηλαδή αν είχαμε κερδίσει το παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ μάλλον θα είχα φύγει.
Δεν μετάνιωσα ποτέ που έμεινα σε όλη μου την καριέρα στον Παναθηναϊκό. Απλώς περνάει μέσα από το μυαλό μου το αν θα μπορούσα να τα καταφέρω κι άλλου. Εδώ πέρασα καταπληκτικές στιγμές, εντάξει υπήρχαν και πίκρες, αλλά τα περισσότερα χρόνια πέρασα πάρα πολύ ωραία και γνώρισα την αγάπη του κόσμου, όχι μόνο από τους φιλάθλους του Παναθηναϊκού, αλλά σχεδόν σε όλα τα γήπεδα. Πάω στο Καραϊσκάκη, πάω στην Τούμπα, στην ΑΕΚ, όπου και να πάω, στη Θεσσαλονίκη, πάντα με χειροκροτάνε κι αυτό είναι που δεν μπορείς να το αγοράσεις με τίποτα. Αυτό είναι κάτι πολύ σπουδαίο για μένα."
Για τη σεζόν 2002-03 όταν έπαιξε 2 ματς ως βασικός, αλλά και για τη Ριζούπολη.
"Μερικές φορές όταν χάνεις ένα πρωτάθλημα στο οποίο δεν έχεις κερδίσει σε δύο-τρία ντέρμπι, λέμε δεν πήραμε το πρωτάθλημα επειδή δεν πήραμε τα ντέρμπι. Την επόμενη χρονιά κερδίζεις τα ντέρμπι, χάνεις κάποια παιχνίδια στην επαρχία και λες εκεί παίρνεις το πρωτάθλημα. Αλλά δεν υπάρχει νόμος γι' αυτό. Απλώς σε κάποια παιχνίδια δεν ήμασταν τόσο καλοί, τόσο δυνατοί για να πάρουμε μερικές φορές ένα αποτέλεσμα για να πάρουμε το πρωτάθλημα.
Και θυμάμαι τότε το παιχνίδι με τον Ολυμπιακό στη Ριζούπολη που έγινε. Εμείς είχαμε ένα παιχνίδι στα Γιάννινα δύο τρεις αγωνιστικές πριν το ματς στη Ριζούπολη. Εκείνη την ημέρα αν είχαμε κερδίσει το παιχνίδι στη Ριζούπολη θα πηγαίναμε με τέσσερις βαθμούς διαφορά. Είχαμε έρθει 0-0. Αυτό σου λέω, πόσο σημαντικό μπορεί να είναι ένα παιχνίδι μέσα στη σεζόν.
Πιστεύω πως οι ξένοι φοβήθηκαν το παιχνίδι με όλη αυτή τη φασαρία που γινόταν εκεί. Νομίζω ότι σε αυτές τις συνθήκες δεν έπρεπε να γίνει το παιχνίδι. Εντάξει θα μου πει κάποιος τώρα, τώρα το λες; Αλλά πραγματικά πρώτη φορά έβλεπα κάτι τέτοιο. Έβλεπα και τους ποδοσφαιριστές φοβισμένους. Ήταν οΚόλκα τότε, ο Χένρικσεν, ο Μικάελσεν. Αυτοί οι τρεις σχεδόν δεν ήξεραν που να τρέξουν και τί να κάνουν.
Όμως η ιστορία έγραψε 3-0, έγινε το παιχνίδι και ο Παναθηναϊκός έχασε έναν τίτλο που ήταν πάρα πολύ κοντά για να τον πάρει."
Για τη διάλυση εκείνης της ομάδας μετά το ματς της Ριζούπολης.
"Αυτό είναι αλήθεια. Είχαμε πάρα πολύ καλή ομάδα αλλά και μονάδες. Κάθε ένας από τους ποδοσφαιριστές που είχε εκείνη η ομάδα, είχε πολύ μεγάλη αξία και είδαμε μετά που πήγανε και έξω τα παιδιά. Πιστεύω ότι αυτή η ομάδα αν έμενε μαζί για δύο -τρία χρόνια δεν θα είχε αντίπαλο στην Ελλάδα. Πιστεύω πως ήταν μεγάλο λάθος το ότι έφυγαν ποδοσφαιριστές και έπρεπε να χτιστεί καινούρια ομάδα από την αρχή. Κι όμως σου βγήκε καλό την πρώτη χρονιά.
Έχω ακούσει πολλά πράγματα, όπως το ότι το ότι το παιχνίδι δεν ήταν πολύ καθαρό. Το έχω ακούσει κι εγώ αυτό. Δεν ξέρω, μήπως ο πρόεδρος ο Γιάννης Βαρδινογιάννης το άκουσε κι αυτός αυτό, κάτι το οποίο εγώ δεν το πιστεύω. Εγώ πάντα έμεινα μακριά από αυτά. Εγώ λέω αυτό που άκουσα από τους φιλάθλους. Μήπως το άκουσε κι ο πρόεδρος αυτό, τσαντίστηκε και δεν ήθελε τέτοιους ποδοσφαιριστές που κάνουν τέτοια πράγματα, πρέπει να αλάξουμε την ομάδα."
Για το ποια ήταν η χειρότερη στιγμή του.
"Εγώ περισσότερο στεναχωρήθηκα και πάρα πολύ μετά το παιχνίδι στη Ριζούπολη με το τί έγινε την Τρίτη στην Παιανία. Δε θα ξεχάσω ποτέ το ότι μπήκαν οι φίλαθλοι μέσα, χτύπησαν τον Μαρκαριάν μπροστά στα μάτια μου και έκαναν φοβερή ζημιά σε όλα τα παιδιά. Έσπασαν τα αυτοκίνητά μας που ήταν εκεί, δεν υπήρχε κανείς για να μας προστατέψει, ενώ είχαν μπει 200-300 άτομα. Αυτή ήταν η πιο μαύρη μέρα όλα αυτά τα 15 χρόνια που έζησα στον Παναθηναϊκό.
Όλοι ήξεραν ότι θα έρθει ο κόσμος στην Παιανία κι εγώ ακόμα ρωτάω γιατί δεν μας προστάτεψαν. Μας το είχε πει ο Ζαγρκιμάκηςότι έρχονται φίλαθλοι. Όλοι το ξέρανε αλλά δεν υπήρχε προστασία. Ήταν τρεις τέσσερις αστυνομικοί αλλά τί να κάνουν με τόσα άτομα."
Για την φυγή του Σάντος.
"Όταν ξεκίνησε η προετοιμασία σχεδόν όλοι οι προπονητές παίρνουν τους αρχηγούς και τους ρωτούν τί δεν πάει καλά και τέτοια. Και θυμάμαι μία μέρα που με φώναξε στο δωμάτιο του και με ρώτησε τί γνώμη έχω εγώ για την κατάσταση. Του είπα ότι δεν υπάρχει τίποτα για να πω τί φταίει. Όλα τα παιδιά προσπαθούσαν όσο μπορούσαν καλύτερα, θα τους γνωρίσεις κι εσύ τώρα που θα έχεις επαφή κάθε μέρα όσο μπορεία καλύτερα, και τί μου λέει; Μου λέει εκείνη την ημέρα ότι η διοίκηση του είπε ότι στους ποδοσφαιριστές δεν τους αρέσει η σκληρή δουλειά, ότι είναι απείθαρχοι και μόλςι ήρθε είχε κακή εικόνα για τα παιδιά και την ομάδα.
Οπότε μας πλακώνει με πειθαρχία πολλή, πάλι φτάσαμε στο σημείο να υπάρχει όχι φόβος, αλλά απόσταση από τον προπονητή. Κάτι που δεν ήταν τόσο καλό. Μας πλάκωσε σε πάρα πολύ δυνατές προπονήσεις. Και μάλλον αυτά ήταν τα δύο στοιχεία για τα οποία η ομάδα δεν είχε φρεσκάδα, δεν έπαιξε καλό ποδόσφαιρο. Διότι αν δεις μετά όταν πήγε στην ΑΕΚ, κι εγώ μίλησα με τον Νίκο Λυμπερόπουλο τον οποίο τον είχε και στον Παναθηναϊκό, τον είχε και στην ΑΕΚ, και μου είπε ότι ήταν διαφορετικός άνθρωπος. Μίλαγε με τους ποδοσφαιριστές, έκανε διαφορετική προπόνηση και άρα πιστεύω ότι ήταν λάθος που είχε αυτή την εικόνα για την ομάδα.
Δεν μπορώ να το εξηγήσω γιατί του τα είχε πει αυτά η διοίκηση. Τελικά πάντως έκανε κακό. Εγώ σου λεώ αυτό που μου είπε, ότι πίστευε ότι είμαστε απείθαρχοι, ότι δε μας αρέσει η προπόνηση κι ότι νομίζαμε ότι ο κάθε ένας από μας είναι ο Μαραντόνα. Η αντίδραση του προπονητή ήταν σωστή, γιατί αν ήταν όντως έτσι τα πράγματα, τότε έπρεπε να είναι πιο σκληρός. Η αντίδραση του προπονητή ήταν σωστή."
Για την έλευση Μαρκαριάν και το αήττητο των 25 αγώνων.
"Εδώ γυρνάμε και πάλι στη σχέση όπου ο προπονητής με τους ποδοσφαιριατές είναι κοντά. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μεγάλο ρόλο παίζει αυτό. Είναι άλλο να έρθει στην προπόνηση ο προπονητής και να σου πει κάτι και είναι άλλο να βλέπεις έναν προπονητή να είναι στο ίδιο σημείο σε όλη την προπόνηση και ούτε να γελάει ούτε να σου πει κάτι, τελειώνει η προπόνηση και πάει στο γραφείο του και μετά σπίτι.
Και είναι άλλο να έρθει ένας προπονητής μέσα στην προπόνηση και να συζητήσει με τον έναν να συζητήσει με τον άλλον τί έγινε πως είσαι. Άνθρωποι είμαστε, κάθε ένας από μας μπορεί να έχει κάποιο πρόβλημα."
Για το ιδανικό φινάλε με νταμπλ το 2004.
"Ήθελα να φύγω με ψηλά το κεφάλι και με έναν τίτλο. Ευτυχώς πουπήραμε το νταμπλ και μπορούσα με ψηλά το κεφάλι να πω τέρμα. Ξέρεις σε μια τέτοια στιγμή όπως η φιέστα στη Λεωφόρο περνάνε μέσα από το μυαλό σου όλα τα 15 χρόνια σε 5 δευτερόλεπτα."
Για τους καλύτερους αντιπάλους.
"Τόσο ο Στέλιος Μανωλάς όσο κι ο ΚυριάκοςΚαραταΐδης είναι δυο αμυντικοί με μεγάλα προσόντα. Κύριοι στο παιχνίδι τους, δεν ήταν βρώμικοι, δεν υπήρχε κακία στο παιχνίδι τους να σου κάνουν ζημιά, να σε χτυπήσουν. Όλα ήταν πάνω στη φάση, δυνατές μονομαχίες, αλλά όλα στα πλαίσια του παιχνιδιού. Και τώρα μέχρι που τέλειωσα την καριέρα μου και βρισκόμαστε κάπου κάπου, μιλάμε και μερικές φορές λέμε για αυτά τα παιχνίδια και τις μονομαχίες που είχαμε. Ήταν δυνατά παιχνίδια αλλά στα πλαίσια του fair play."
Για τη δήλωση του Ντέμη Νικολαΐδη ότι αντέγραφε τον Βαζέχα.
"Είναι κάτι ωραίο αυτό που είπε για μένα, το ότι ένας ποδοσφαιριστής μπορεί να κλέψει κάποια κίνηση από κάποιον άλλον. Κι ο Ντέμης ήταν ένας σπουδαίος επιθετικός, έβαλε κι αυτός τα δικά του γκολ, είχε το δικό του στιλ παιχνιδιού και ήταν από τους καλύτερους επιθετικούς που πέρασαν από τα ελληνικά γήπεδα.
Εγώ για να σου πω την αλήθεια ένας φορ που μου άρεσε πάρα πολύ ήταν ο Μάρκο ΦανΜπάστεν. Βλέπεις κάποιες κινήσεις αλλά στον κόσμο δεν υπάρχουν δύο ίδιοι ποδοσφαιριστές ή να κάνεις μία ακριβώς ίδια κίνηση από τον Βαζέχα ή εγώ από τον Ντέμη Νικολαΐδη. Κάθε ένας είναι ξεχωριστός.
Για το ποιο πιστεύει ο ίδιος ότι ήταν το δυνατό του σημείο.
"Πιστεύω η συνεχής κίνηση χωρίς την μπάλα. Δηλαδή δεν ήμουν σταθερός παίκτης μόνο στη μεγάλη περιοχή να περιμένω την τελική πάσα. Έβγαινα και έξω από την μεγάλη περιοχή. Άλλο δυνατό σημείο πιστεύω πως ήταν η γρήγορη εκτέλεση. Δηλαδή γρήγορο κοντρόλ και όσο πιο γρήγορα να σουτάρω. Αυτά τα δύο στοιχεία ήταν το μεγάλο αβαντάζ για μένα."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε ελεύθερα την άποψή σας!
stavrosalatas@gmail.com